ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΝΕΑ :
Home » » Η Πελασγία στην Αρχαιότητα

Η Πελασγία στην Αρχαιότητα

Written By billym on 12 Φεβρουαρίου 2013 | 2/12/2013

 
ΠΕΛΑΣΓΙΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ
Έρευνα:Νίκου Μπατσικανή
Η ιστορία της Πελασγίας, κωμόπολης στην Ανατολική Φθιώτιδα, χάνεται στα βάθη των αιώνων. Τα πιο παλιά χρόνια ονομαζόταν Γαρδίκι (τουρκοκρατία) και Γαρδίκιον Κρεμαστής Λαρίσης. Στα 1926, το Δημοτικό Συμβούλιο του Γαρδικίου Κρεμαστής Λαρίσης, από το φρούριο, με Πελασγικά τείχη, στην κοντινή περιοχή «Κάστρο», που μοιάζει να «κρέμεται» στην πλαγιά τής περιοχής (παρόμοιο των Μυκηνών), το οποίο σώζεται, ακόμη, και φέρει ανά διαστήματα πύργους, τρεις πύλες και μια πυλίδα, πλάτους 1,36 μ.) αποφάσισε η κωμόπολη να λάβει το όνομα Πελασγία, στηριζόμενο και στα παρακάτω γραπτά τού Στράβωνα, ενώ ως σφραγίδα τού Δήμου καθιέρωσε την κεφαλή τού Αχιλλέα, παρόμοια μ’ εκείνη που έφεραν νομίσματα, τα οποία, βρέθηκαν, μόνο, στην περιοχή αυτή, και είχαν κοπεί μετά την αυτονομία που απέκτησε ο τόπος, από τον Δημήτριο Πολιορκητή (302 π.Χ.).
Στράβωνας, «Γεωγραφικά» (βιβλίο Θ΄, 435-440): «Είθ’ εξής παραπλεύσαντι σταδίοις εκατόν ο Εχίνος υπέρκειται. Της δ’ εξής παραλίας εν μεσογαία εστίν η Κρεμαστή Λάρισα1, είκοσι σταδίους2 αυτής διέχουσα, η δ’ αυτή και Πελασγία λεγομένη Λάρισα».
Ενώ, σε άλλο σημείο αναφέρει: «Και Άλος, δε, και Λάρισα η Κρεμαστή και το Δημήτριον υπ’ εκείνω, πάσαι προς έω της Όρθρυος».
Μετάφραση:
Μετά από εκατό στάδια βρίσκεται ο Αχινός και πιο πέρα, 20 στάδια εσωτερικά τής παραλίας, η Κρεμαστή Λάρισα, η οποία λέγεται και Πελασγία. Και οι πόλεις Άλος, Κρεμαστή Λάρισα και Δημήτριο, κάτω από εκείνο (το βασίλειο) βρίσκονται όλες, προς την ανατολική πλευρά τής Όθρης.
1. Η πόλη «Άργος Πελασγικόν» (σ.σ. ή Κρεμαστή Λάρισα ή Πελασγίς Λάρισα) είναι στην περιοχή τής σημερινής Πελασγίας (βλ. H. M. Chadwick: The Heroic Age, 1912, σελ. 280, σημ. 1).
(http://www.mikrosapoplous.gr/iliada/BIBLIO_2_591_710.htm)
2. Το στάδιο υπολογίζεται σε 184,83 μέτρα, ενώ η απόσταση Παραλία Πελασγίας - Κρεμαστής Λάρισας είναι 3.696 μέτρα, όσο και στην πραγματικότητα.
Ο σπουδαίος και αναγνωρισμένος Γεωγράφος Στράβωνας (67 π.Χ. - 23 μ.Χ.), ο οποίος ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ταυτίζει την Πελασγία με την Κρεμαστή Λάρισα, όπως και το Υπουργείο Πολιτισμού στις αναφορές του, αλλά και στις πινακίδες του για το «Κάστρο».
Η λέξη Λάρισα ή Λάρισσα σημαίνει φρούριο, αλλά μία είναι η Κρεμαστή Λάρισα, πόλη των: Πηλέα -  Αχιλλέα, αυτή στην ανατολική Φθιώτιδα. Όταν ο Αχιλλέας αποκαλείται «Λαρισαίος» σημαίνει από την Κρεμαστή Λάρισα (σημερινή Πελασγία) και όχι από άλλη ομώνυμη πόλη.

Αλλά και ο μέγας τραγικός ποιητής Ευριπίδης (480 π.Χ. - 406 π.Χ.), που κι αυτός υπήρξε στ’ αλήθεια, έγραψε στο έργο του «Ιφιγένεια εν Αυλίδι»:
«Οι πολεμοχαρείς εκ Φθίας Μυρμιδόνες επέβαιναν σε 50 πλοία, που στην πρύμνη τους είχαν χρυσά αγάλματα Νηρηίδων. Μαζί με το Πελασγικόν Άργος ( πλησίον Πελασγίας), συμμετείχαν και η Άλος, η Αλόπη και η Τραχίς». Πελασγικόν Άργος (από τον Άργο: αδελφό του Πελασγού, για να ξεχωρίζει από το Άργος της Πελοποννήσου) λεγόταν η πόλη αρχικώς, ενώ  Κρεμαστή Λάρισα ονομάστηκε αργότερα, μετά τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλά είναι η ίδια πόλη. (Βλ. H. M. Chadwick: The Heroic Age, 1912, σελ. 280, σημ. 1).
(Βλ. και Πλατή Δ. «Λαμία», Αθήνα 1973, σελ. 15-19).
Συνεπώς, οι Μυρμιδόνες και ο Αχιλλέας, με όσα έγραψαν οι: Ευριπίδης και Στράβωνας, έφυγαν από συγκεκριμένες πόλεις, που βρίσκονταν στη σημερινή ανατολική Φθιώτιδα, και όχι από τη Θεσσαλία ή άλλο μέρος. Η περιοχή, δε, ονομάστηκε Φθία από τον Φθίο (δες παρακάτω). 

Η Πελασγία (Πελασγικόν Άργος ή Λάρισα Κρεμαστή, ή Πελασγίς Λάρισα, κατά την αρχαιότητα) είναι η τελευταία κωμόπολη στην Ανατολική Φθιώτιδα, η οποία συμπίπτει με μέρος στην αρχαία Φθία, περιοχή που έφτανε μέχρι και τα Φάρσαλα, του σημερινού Νομού Λαρίσης, τη Νέα Αγχίαλο (Φθιώτιδες Θήβες) της σημερινής Μαγνησίας και τους Ωραιούς της Εύβοιας.
Στην περιοχή (κατά  Όμηρο, Στράβωνα και νεότερους μελετητές) την εποχή τού Τρωικού Πολέμου, περί το 1280 π.Χ. (η μία εκδοχή) βασίλευαν ο Πηλέας με τη Νηρηίδα Θέτιδα. Γιος τους ήταν ο Αχιλλέας, τον οποίον η μητέρα του βάφτισε στα νερά τής Στύγας (ή του Σπερχειού), κρατώντας τον, γυμνό, μόνο, από τη φτέρνα, ώστε να τον κάνει αθάνατο.
Ο αρχαιολογικός χώρος «Κάστρο» βρίσκεται Β.Α. της Πελασγίας. Μαθητές τού Δημοτικού Σχολείου, όντες, τη δεκαετία τού 1950, σε ημερήσια εκδρομή, σκάβοντας με τα χέρια και ξύλα, ανασύραμε, από σχετικά μικρό βάθος, διάφορα αρχαία μαρμάρινα1 ευρήματα, τα οποία μεταφέραμε στο κτήριο του παλιού Σχολείου, αλλά αργότερα κατέληξαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λαμίας, όπως έχω πληροφορηθεί.
Τις απόψεις μου, περί αρχαιολογικού ενδιαφέροντος της περιοχή μας, ενισχύει και το γεγονός πως κοντά υπάρχουν κι άλλα αρχαιολογικά κατάλοιπα, όπως το δάπεδο και κολώνες Ναού τού Ερμή, στην «Παναγίτσα» Κυπαρισσώνα, ο οικισμός στον λόφο Αγίου Κωνσταντίνου (κοντά στην Παραλία), σκόρπια ευρήματα κεφαλών, αγγείων κ.ά.
Τα στοιχεία αυτά παραθέτουν και νεώτεροι ερευνητές, όπως οι: Κρατίνος Αποστολίδης, Ιωάννης Βορτσέλας, Ζήσης Πρωτοπαπάς και το εγκυκλοπαιδικό λεξικό «Υδρία». Προσθέτω και τις περιγραφές του Γερμανού περιηγητή Friedrich Stahlin, στις οποίες παραθέτει και χάρτη τής περιοχής, «Das Hellenishe Thessalien", 1924, όπου φαίνεται ότι η Κρεμαστή Λάρισα αποτελούνταν από τρία τμήματα. Γράφει συγκεκριμένα: «Ανάμεσα στη Σουβάλα (σημ. Βαθύκοιλο) και στο Γαρδίκι (σημ. Πελασγία) ανοίγεται η κοιλάδα τής Λάρισας, η οποία ακόμα, σήμερα, έχει πολλά νερά και είναι φυτεμένη με αμπελώνες. Ανοίγεται σ’ έναν ημικυκλικό κόλπο με επίπεδη ακτή. Η Κρεμαστή Λάρισα βρισκόταν στο όρος Όθρη, 3,5 χιλ από τη θάλασσα.
1. (Σ.σ. Το ότι το μάρμαρο μπήκε σε χρήση πολύ αργότερα από την εποχή τού Αχιλλέα, σημαίνει, απλώς, ότι ένα παλαιό, σπουδαίο φρούριο, χρησιμοποιήθηκε κι αργότερα. Το τραγικό είναι ότι στην περιοχή δεν έγιναν ποτέ συστηματικές ανασκαφές κι ο χώρος είναι αφύλαχτος για αιώνες).
Στην αρχαιότητα, όπως προανέφερα, τμήματα της σημερινής Μαγνησίας και μικρό μέρος τού Νομού Λαρίσης ανήκαν στη Φθία, ενώ, και στους νεώτερους χρόνους, πολλά χωριά τής νοτιοδυτικής Μαγνησίας ανήκαν στον Νομό Φθιώτιδας, μεταξύ των οποίων και το παραθαλάσσιο Αχίλλειο (ασφαλές φυσικό λιμάνι της περιοχής, ίσως και του Αχιλλέα, εξ ου και τ’ όνομά του). Πέρα από τη Νέα Αγχίαλο (Φθιώτιδες Θήβες) και τις σημερινές Μικροθήβες άρχιζε η περιοχή τής Ιωλκού, όπου βασίλευσαν ο Πελίας κι αργότερα ο γιος του Άκαστος. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως ο Αχιλλέας ήταν Θεσσαλός, απλώς, τμήματα των Θεσσαλικών περιοχών ανήκαν στην Αρχαία Φθία, ενώ, είναι σε όλους γνωστό πως, ο Αχιλλέας ήταν Μυρμιδόνας, από τη γενιά του Αιακού (Αιακίδες).
Οι Πελασγοί ζούσαν στην Ελλάδα αιώνες πριν την κάθοδο Ιώνων και Αχαιών (2000 - 1400 π.Χ.). Κατά την ελληνική Μυθολογία, ήταν απόγονοι του Πελασγού, γιου τού Δία και της Νιόβης, απ’ όπου ονομάσθηκαν, μετά, Πελασγοί. Ο Πελασγός και η κόρη τού Ωκεανού, Μελίβοια (ή, κατ’ άλλους, με την Κυλλήνη) γέννησαν τον Λυκάονα,  ο οποίος, με πάρα πολλές γυναίκες, απέκτησε  50 γιους: Θεσπρωτό, Μάκεδνο (Μακεδονία), Μαίναλο, Φθίο1 (Φθία), Λύκιο, Ορχομενό, κι έτσι οι Πελασγοί εξαπλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα, η οποία, αρχικώς, ονομαζόταν Πελασγία και οι κάτοικοί της Πελασγοί: «Της νυν Ελλάδος, πρότερον δε Πελασγίης καλουμένης». (Ηρόδοτος, B΄ 54-57).
Πελασγός, κατά τη μία εκδοχή, είναι σύνθεση των λέξεων «πέλα», που σημαίνει σιμά, και «άγω» = οδηγώ, δηλαδή οδηγώ τον λαό μου κάπου σιμά, με την προοπτική εξεύρεσης τροφής και νερού. Κατά τη δεύτερη εκδοχή, του 1958, προέρχεται από τις λέξεις «bhel»2 και «osgho»3 της «Ινδο-ευρωπαϊκής» Γλώσσας, που σήμαινε ανθισμένο κλαδί, απ’ όπου, ίσως, να επικράτησε, στην Πελασγία, κι ο λεγόμενος «Απάν Χορός», που θύμιζε ανοιγμένο στάχυ ή λουλούδι και χορευόταν άνοιξη, μα και σε άλλες τοπικές γιορτές μέχρι, και το έτος 1970. (Είχε μαγνητοσκοπηθεί από τη Δώρα Στράτου).
Η ονομασία Πελασγοί - Πελασγία ίσως να προέρχεται κι απ’ ευθείας από τον Πελασγό, Γενάρχη της φυλής, που το όνομά του σήμαινε πνεύμα που είχε τη δυνατότητα να κάνει τα κλαδιά ν’ ανθίζουν.
1: Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο Φθίος ήταν γιος τού Ποσειδώνα και της κόρης τού Πελασγού Λάρισας. 2, 3: Το b εξελίχθηκε σε π, το g σε γ, το ο σε α.
Oι Έλληνες είναι αυτόχθονες κι απευθείας απόγονοι των Πελασγών. Αρχαία αποσπάσματα φωτίζουν την ελληνική καταγωγή από τους Πελασγούς:
«Γιατί εμείς που κατοικούμε σε αυτήν την πόλη, δεν διώξαμε από δω τους κατοίκους, ούτε τη βρήκαμε έρημη, ούτε συγκεντρωθήκαμε πολλών εθνών μιγάδες και ήρθαμε να την καταλάβουμε. Η καταγωγή μας είναι τόσο καλή και γνήσια, ώστε η ίδια η γη, στην οποία γεννηθήκαμε, βρίσκεται στην κατοχή μας χωρίς καμία διακοπή. Εμείς είμαστε αυτόχθονες και μπορούμε να ονομάσουμε την πόλη με τα ίδια ονόματα που δίνει κανείς στους πλησιέστερους συγγενείς του. Μόνο εμείς απ’ όλους τούς Έλληνες έχουμε το δικαίωμα να την αποκαλούμε τροφό, πατρίδα και μητέρα». (Ισοκράτης, «Πανηγυρικός», 24-25).
«Ην γαρ και το των Πελασγών Γένος Ελληνικόν, εκ Πελοποννήσου, το αρχαίον, και τον Πελασγόν αυτόχθονα λέγων». (Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία» Ι 17).
Επίσης, ο Οβίδιος (Λατίνος ποιητής), αναφερόμενος στα γεγονότα τού Τρωικού πολέμου, ταυτίζει συνεχώς τους Πελασγούς με τους Έλληνες:
«Χίλια πλοία τον ακολούθησαν και κάθε φυλή των Πελασγών μαζί, δεμένοι με όρκο σε κοινή εκστρατεία». («Μεταμορφώσεις», Βιβλίο XII, στίχος 7).
«Ήδη, ο τρόμος όλων των Φρυγών, στολίδι και προστάτης τού έθνους των Πελασγών, ο Αιακίδης, ο αξεπέραστος στη μάχη…». («Μεταμορφώσεις», Βιβλίο XII, στίχος 611).
Ο Θουκυδίδης θεωρεί τους Έλληνες απογόνους των Πελασγών:
«Προ των Τρωικών, δηλαδή, δε φαίνεται να επεχείρησε τίποτα ενωμένη η Ελλάς. Φρονώ, δε, και ότι δεν είχε ακόμη το όνομα αυτό ολόκληρη η χώρα, αλλά προ των χρόνων τού Έλληνα (υιού τού Δευκαλίωνα) δεν υπήρχε καθόλου η ονομασία αυτή, κι έδιναν στη χώρα, κατά τόπους, το όνομά τους, οι διάφοροι λαοί, στα περισσότερα, δε, μέρη, οι Πελασγοί…». (Θουκυδίδης, «Πελοποννησιακός πόλεμος», Α΄, 3).
Ο Όμηρος ονόμαζε «Έλληνες» τους κατοίκους της Φθίας, τους γνωστούς Μυρμιδόνες, συντρόφους - πολεμιστές τού Αχιλλέα.
«Ιλιάδα», ραψ. Β΄, στίχοι 681-685: «Νυν αυ τους όσσοι το Πελασγικόν Άργος1 έναιον, οι τ’ Άλον, οι τ’ Αλόπην, οι τε Τρηχίνα νέμοντο, οι τ’ είχον Φθίην ηδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα, Μυρμιδόνες δε καλεύοντο και Έλληνες και Αχαιοί, των αυ πεντήκοντα νεών ην αρχός Αχιλλεύς». Μετάφραση: «Κι απ’ τ΄ Άργος το Πελασγικόν όσ’ ήλθαν και απ’ την Άλον και απ’ την Τραχίνα πληθυσμοί και απ’ την Αλόπην όσοι, κι όσοι απ’ την καλλιγύναικα Ελλάδα και την Φθίαν, και Μυρμιδόνες και Αχαιοί και Έλληνες λέγονταν, πενήντα πλοία και αρχηγός εις όλους ήταν ο Αχιλλέας».
Ο Όμηρος, παρακάτω, (Ιλιάδα Β, στίχ. 695-698) αναφέρει, αλλά ξεχωρίζει τις γειτονικές πόλεις Αντρώνα  και Πτελεό, απ’ όπου ο Πρωτεσίλαος. «Άνδρες η Πύρασος χλωρή, που η Δήμητρα έχει δάσος, η Ίτων η πολύαρνη και η Φυλακή εστείλαν, και της Αντρώνος οι γιαλοί και η Πτελεός χλοώδης. Ο ανδρείος Πρωτεσίλαος ήτο αρχηγός τους πρώτα».
Οι κυρίως πόλεις της Φθίας ήταν τέσσερις, αλλά κάποιοι προσθέτουν και τις πόλεις: Φθία κι Ελλάδα (τις οποίες, αυθαιρέτως, τοποθετούν όπου τους βολεύει),
Επίσης, ο Όμηρος ξεχωρίζει και τους πολεμιστές από τη Θαυμακία (Δομοκό): (Ιλιάδα Β, στίχ. 716-718): «Της Θαυμακίας στάλθηκαν και της Μηθώνης άνδρες, της Ολιζώνος πετρωτής και ομού της Μελιβοίας. Και ο Φιλοκτήτης αρχηγός, εξαίσιος τοξότης, μ’ επτά καράβια ολόμαυρα».
Ενώ, στην υπόλοιπη σημερινή Φθιώτιδα, ανήκαν, η Οπούντα στον Αίαντα (Ιλ. Β΄ 527) και η Δολοπία στον Φοίνικα (Ιλ. Ι΄ 484).
Οι Μυρμιδόνες (Αχαϊκό φύλο) έφτασαν στη Φθία περί το 1350-1300 π.Χ.. Το θέμα έχει ως εξής: Ο Αιακός, κατά την ελληνική μυθολογία, ήταν γιος τού Δία και της νύμφης Αίγινας. Όταν, κάποτε, ο Αιακός είδε πάνω στον κορμό ενός δένδρου αμέτρητα μυρμήγκια, παρακάλεσε τον πατέρα του, Δία, να του στείλει τόσους ανθρώπους, σε αυτό το νησί, όσα ήταν και τα μυρμήγκια. Και ο Δίας, ακούγοντας τα παρακάλια τού γιου του, μεταμόρφωσε τα μυρμήγκια σε ανθρώπους που, σύμφωνα με την παράδοση, ονομάστηκαν Μυρμιδόνες. Ο Αιακός υπήρξε Γενάρχης τού Γένους των Αιακίδων (ή Αιακιδών), πρώτος βασιλιάς τής Αίγινας και σύζυγος της Ενδηΐδας (κόρης τού Χείρωνα ή του Σκίρωνα). Με την Ενδηίδα έκαναν τον Πηλέα και τον Τελαμώνα. Ενώ, από τη δεύτερη γυναίκα του, τη Νηρηίδα Ψαμάθη, απέκτησε τον Φώκο. Όταν ο Τελαμώνας σκότωσε, κατά λάθος, τον Φώκο, στην εξάσκησή του στην δισκοβολία, οι κάτοικοι της Αίγινας νόμισαν ότι το έκανε από φθόνο, επειδή ήταν καλύτερός του στο αγώνισμα αυτό. Ο πατέρας του, που αγαπούσε τον Φώκο πάρα πολύ, εξόρισε (και με την πίεση της δεύτερης γυναίκας του) από την Αίγινα και τους δυο γιους που είχε από την πρώτη σύζυγό του, προς κατευνασμό των εξαγριωμένων πολιτών. Έτσι, ο Τελαμώνας έγινε βασιλιάς στη Σαλαμίνα, ενώ ο Πηλέας κατέφυγε στη Φθία, μαζί με πολλούς από τους Μυρμιδόνες (συνώνυμη της λέξης μυρμήγκια, προερχόμενοι από αυτά). Ήταν πολύ εργατικοί (όντας έποικοι στην περιοχή, που έπρεπε να επιβιώσουν) κι έφτιαχναν στοές για τις μυστικές κι ασφαλείς μετακινήσεις τους. Μια τέτοια στοά υπάρχει από τη θέση «Κάστρο», Β.Α. τής Πελασγίας, μέχρι την Παραλία της. Λέγεται, δε, πως οι Μυρμιδόνες, κάποτε, άφησαν λίγους κατοίκους (η μία εκδοχή) να παίζουν μουσικά όργανα μέσα σε αυτή, για να ξεγελάσουν τον εχθρό πως, τάχα, γλεντούν, ώστε να επιτεθεί το πρωί, που αυτοί θα κοιμόντουσαν, δήθεν, ακόμα, ως πιωμένοι ξενύχτηδες, αλλά εκείνοι είχαν φύγει μέσα από τη μυστική σήραγγα.
Ο Πηλέας πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, όπου κι επινόησε, για πρώτη φορά, το αγώνισμα Πένταθλο, καθώς σε αυτό έβγαινε πρώτος, ενώ υστερούσε σε κάποια από τα επιμέρους αγωνίσματά του.
Αρχικώς, ο πρίγκιπας Πηλέας, καταφεύγοντας στη Φθία, πήρε ως γυναίκα του την Αντιγόνη, κόρη τού βασιλιά της περιοχής Ευρυτίωνα και της γυναίκας του Αστυδάμειας. Προίκα τού έδωσαν το ένα τρίτο τής Φθίας, που απετέλεσε το βασίλειο των Μυρμιδόνων και βρίσκονταν στη σημερινή Ανατολική - Βορειοανατολική Φθιώτιδα.
 Ο Πηλέας με την Αντιγόνη απέκτησαν την Πολυδώρα.
Στο κυνήγι τού Καλυδώνιου κάπρου, ο Πηλέας σκότωσε κατά λάθος τον πεθερό του, Ευρυτίωνα, και κατέφυγε στην Ιωλκό, όπου φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Άκαστο. Εκεί εξαγνίστηκε, κι αργότερα, επιστρέφοντας στη Φθία, έγινε βασιλιάς της. Μετέπειτα, η Αντιγόνη αυτοκτόνησε, κι έτσι ο Πηλέας έμεινε χήρος.  Ως δεύτερη σύζυγο έλαβε τη Νηρηίδα Θέτιδα. Μαζί απέκτησαν τον Αχιλλέα. 
Η Θέτιδα, για να κάνει αθάνατο τον γιο της, βάπτισε τον μικρό Αχιλλέα στα νερά τής Στύγας (ή του Σπερχειού) κρατώντας τον από τη φτέρνα. Με τον τρόπο αυτόν, η «Αχίλλειος πτέρνα» ήταν το μόνο τρωτό του σημείο, που και τον οδήγησε στον  θάνατο. Την ανατροφή τού μικρού Αχιλλέα ανέλαβε ο κένταυρος Χείρωνας, που εκπαίδευε, μαζί, και τον μικρότερο, αλλά θείο τού Αχιλλέα, Πάτροκλο (ο Αχιλλέας ήταν εγγονός τού Αιακού, ενώ ο Πάτροκλος πρώτος ανιψιός του), ο οποίος ζούσε στα μέρη του Πηλέα, από μια ηλικία και μετά, αν και καταγόταν από την απέναντι Λοκρίδα.
Σύμφωνα με τον μύθο, πιο μετά, η Θέτιδα έκρυψε τον Αχιλλέα στην αυλή τού Λυκομήδη στη Σκύρο, μεταμφιεσμένο σε κορίτσι. Εκεί, ο  νεαρός είχε δεσμό με την κόρη τού βασιλιά, Δηιδάμεια, με αποτέλεσμα να γεννηθεί ένας γιος, ο Νεοπτόλεμος.
Ο έφηβος Αχιλλέας ανακαλύφθηκε, όμως, από τον Οδυσσέα (ή τους: Αίαντα Τελαμώνιο και Φοίνικα), που έφτασε μεταμφιεσμένος σε γυρολόγο, πουλώντας κοσμήματα και όπλα. Ο Αχιλλέας εντοπίστηκε επειδή ήταν ο μόνος που κοιτούσε ένα σπαθί, ενώ τα κορίτσια τα γυναικεία στολίδια.
Αναχώρησε από το λιμάνι της Σκύρου Αχίλι (ή Αχίλλι) για τη Φθία. Μετά τις προετοιμασίες, ο Αχιλλέας έφυγε για την Αυλίδα κι αργότερα πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο.
Ο Πηλέας ανέθεσε στον Φοίνικα, γιο τού Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία και να τον συμβουλεύει.
Τα δώρα των θεών, από τον γάμο του με τη Θέτιδα, ήταν τα όπλα που έδωσε στον γιο, ο πατέρας του, μαζί κι ένα ακόντιο που μπορούσε να θεραπεύει πληγές (δώρο του Χείρωνα), αλλά και τα δυο περίφημα άλογα, Βάλιο και Ξάνθο, γαμήλιο δώρο τού Ποσειδώνα, όταν παντρεύτηκε.
Ο Τρωικός Πόλεμος έγινε περί το 1280 π.Χ. (η μία εκδοχή). Άρα, όσοι υποστηρίζουν ότι τα Φάρσαλα ταυτίζονται με τη Φθία, έχουν άδικο, αφού η ιστορία τής πόλης Φαρσάλου αρχίζει το 1100 π.Χ., δυο αιώνες αργότερα, δηλαδή. Επιπλέον αυτού, στηρίζουν την ταύτιση στον ιστορικό Φερεκύδη, του οποίου έργα δεν έχουν διασωθεί, παρά μόνο αποσπάσματα από ένα έργο του, το «Αυτόχθονες», που γράφτηκε για να δοξάσει τους προγόνους των ονομαστών οικογενειών τής Αττικής, που είχαν ζήσει κατά την ηρωική εποχή, και όχι κάτι σχετικό με την αρχαία Φθία. Επίσης, είναι γνωστό πως ο Φερεκύδης τροποποίησε τους θρύλους, όχι για να τους εκλογικεύσει, αλλά για να τους προσαρμόσει στη λαϊκή πίστη τής εποχής του (el.wikipedia.org). (Σ.σ. : Σαν. να λέμε, να γίνει αρεστός στις τοπικές κοινωνίες)
Όπως γράφει και ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, στο έργο του: «H ΛΑΡΙΣΑ (σ.σ. ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ) ΚΑΙ Η ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»: «Τμήμα της Αχαΐας Φθιώτιδας, από τις αρχές τού 5ου αι. π.Χ., ενσωματώθηκε πλήρως στη Θεσσαλία, ενώ τα νότια ορεινά της, η κυρίως, δηλαδή, Φθιώτις, θεωρούνταν υποταγμένη, αλλά εξω-Θεσσαλική περιοχή». Η αναφορά αυτή δηλώνει την πραγματικότητα, ότι, δηλαδή, η Φθία δεν ανήκε στη Θεσσαλία, στα 1300 π.Χ., κι αν αυτό έγινε αφορούσε τον 5ο αιώνα π.Χ. και όχι τους Ομηρικούς χρόνους ή την εποχή τού Τρωικού Πολέμου, άρα, ούτε τα χρόνια τού Αχιλλέα. Το ίδιο ισχύει, λοιπόν, και όταν συναντούμε την ονομασία «Θεσσαλική Φθία». 
Το ίδιο εσφαλμένη θεωρώ και την εκδοχή όσων υποστηρίζουν πως ο Αχιλλέας  ζούσε στην περιοχή Θαυμακία (Δομοκός), επικαλούμενοι αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή, ενώ είναι γνωστό πως το μέρος αυτό είχε παραχωρηθεί στον Φιλοκτήτη. Την άποψή μου αυτή στηρίζω και στο γεγονός πως ο Όμηρος ξεχωρίζει τους πολεμιστές από τη Θαυμακία, στην Ιλιάδα, Β΄, στιχ. 716-718: «Της Θαυμακίας στάλθηκαν και της Μηθώνης άνδρες, της Ολιζώνος πετρωτής και ομού της Μελιβοίας. Και ο Φιλοκτήτης αρχηγός, εξαίσιος τοξότης», αναφέροντάς τους σε άλλο σημείο από εκείνο όπου μιλάει για τις πόλεις (Άλο, Αλόπη, Τραχίνα, Πελασγικόν Άργος) απ’ όπου ξεκίνησε ο Αχιλλέας.
Η αρχαία Φθία δεν ήταν μία πόλη, μα ολόκληρη περιοχή, όπως αυτή αναφέρεται από τον Όμηρο στην «Ιλιάδα», ραψ. Β΄, στίχοι 681-685 (στίχους που παρέθεσα παραπάνω).
Ακόμα κι αν πάμε χιλιάδες χρόνια πίσω, στον Κατακλυσμό (9000 π.Χ. ή πιο νωρίς) οι περιοχές: Φθία και Θεσσαλία, όπου βασίλευσε ο Δευκαλίωνας, μετά την απόσυρση των νερών, αναφέρονται ως ξεχωριστές, παρ’ ότι δεν υπήρχαν ακριβή σύνορα, ακόμη, αφού οι διάφορες φυλές ζούσαν ως νομάδες, μετακινούμενοι. Μετά τη λήξη τής καταστροφικής νεροποντής, το πλοίο τού Δευκαλίωνα προσάραξε στο όρος Όθρυς (ή στον Παρνασσό), κι όπως όλοι γνωρίζουμε, το βουνό Όθρη (σημερινή ονομασία) ανήκει και στη Φθιώτιδα και στη Θεσσαλία. Για τον λόγο αυτόν, προφανώς, αναφέρεται πως ο ίδιος ο Δευκαλίωνας, έγινε βασιλιάς της Φθίας και της Θεσσαλίας (Σ.σ.: πάλι αναφέρονται δύο ξεχωριστές περιοχές).
Τα παιδιά που απέκτησαν Δευκαλίωνας και Πύρρα ήταν: Έλληνας, Αμφικτύωνας, Πρωτογένεια, Μελανθώ, Θυία (ή Αιθυία) και Πανδώρα. Ο πρωτότοκος γιος τους, Έλλην, έγινε Γενάρχης των Ελλήνων. Ο Αμφικτύων κυβέρνησε την Αθήνα. Ο Έλλην (Έλληνας) απέκτησε με την Ορσυίδα τρεις γιους, τον Δώρο τον Ξούθο και τον Αίολο, τους πρώτους αρχηγούς των Ελλήνων.
Ο Ξούθος βασίλεψε στη Πελοπόννησο κι έκανε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους οι Αχαιοί και οι Ίωνες πήραν τα ονόματά τους. Ο Αίολος βασίλεψε στη Θεσσαλία και οι κάτοικοι ονομάσθηκαν Αιολείς. Ο Δώρος και οι Δωριείς εγκαταστάθηκαν στις περιοχές ανατολικά τού Παρνασσού. Ο Αμφικτύωνας ήταν πατέρας τού Λοκρού, ο οποίος ίδρυσε τη Λοκρίδα.
(http://www.ellinikoarxeio.com/2010/05/ancient-greece-deucalion-flood.html)
Ο Αριστοτέλης και το Πάριο Χρονικό αναφέρουν: «Έλλην Δευκαλίωνος Φθιώτιδος εβασίλευσεν και Έλληνες εκλήθηκαν οι πρότερον Γραικοί καλούμενοι». [ Μια άλλη, αρχαία παράδοση, από τα χρόνια του Ησιόδου, ανέφερε πως η Πανδώρα, κόρη του Δευκαλίωνα, γέννησε, από τον έρωτά της με τον Δία, τον Γραικό ]. 
Την ύπαρξη του Έλληνα, δε, παραδέχονται κι οι άλλοι σημαντικοί ιστορικοί της αρχαιότητας, όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης κι έτσι συνδέθηκε η εθνική ονομασία με τον Γενάρχη, βασιλιά της Φθίας, τον Έλληνα.
Ο Αχιλλέας, όπως γνωρίζουμε, σκοτώθηκε από τον Πάρη, στη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου, μα  η «Ιλιάδα» τελειώνει πριν τον θάνατο του Αχιλλέα, για να έχουμε στοιχεία περί του τόπου ταφής του. Στην «Οδύσσεια», όμως, ραψωδία 24, στίχοι 80-84, γίνεται για πρώτη φορά λόγος για τον τύμβο τον οποίο ανήγειραν οι Αχαιοί προς τιμή τού συμπολεμιστή τους Αχιλλέα, σε μια μη κατονομαζόμενη χερσόνησο του Ελλησπόντου.

[ Σύμφωνα με το ποίημα «Αιθιοπίς» που αποδίδεται στον Αρκτίνο της Μιλήτου, όταν σκοτώθηκε ο ήρωας, γύρω από τη σωρό του, έγινε αγώνας για να τον πάρουν από τα χέρια των Τρώων, οι σύντροφοί του και να τον μεταφέρουν στο στρατόπεδο των Αχαιών. Ο θρήνος κράτησε 17 ημέρες. Σε αυτόν, πήραν μέρος η Θέτιδα και οι άλλες Νηρηίδες από τη θάλασσα και οι Μούσες από τα βουνά, ενώ παραβρέθηκαν και θεοί. Το ακρογιάλι αντηχούσε όλη την νύχτα από τους θρήνους των πολεμιστών, γύρω από τον νεκρό πολέμαρχο, που όμοιος του δεν είχε υπάρξει ποτέ, κανένας ως τότε. Οι Μυρμιδόνες είχανε πέσει μπρούμυτα καταγής κι έκλαιγαν τον βασιλιά τους, που τους φερνόταν, πάντοτε, σαν να ήταν ίσοι του και, μ’ όλο που ήτανε τόσο δυνατός, ποτέ του δεν δειχνόταν άκαρδος κι αυστηρός. Ο Αίαντας είχε γονατίσει κι έσφιγγε στην αγκαλιά του το κορμί τού σκοτωμένου, που τον έδεναν μαζί του δεσμοί συγγένειας (πρωτο-εξάδελφος) και μεγάλης φιλίας.
Μετά την ταφή του, σε μια ακτή του Ελλήσποντου, αφού υψώθηκε τύμβος ψηλός για να τον βλέπουν από μακριά οι ναυτικοί, έγιναν αγώνες με έπαθλα πολύτιμα δώρα τής Θέτιδας και των θεών. Στους αγώνες αυτούς, ο Οδυσσέας, νικώντας τον Αίαντα, πήρε ως έπαθλο τα όπλα τού Αχιλλέα, που τα είχε φτιάξει ο Ήφαιστος.
Σύμφωνα με την παράδοση, η Θέτιδα μετέφερε τη στάχτη τού νεκρού γιου της, αργότερα, στις εκβολές τού Δούναβη, στον Εύξεινο Πόντο, στην νήσο Λευκή.
http://2gym-giann.pel.sch.gr/axilleas/dethax.doc ].
[ Σ.σ. Η εκδοχή αυτή μπορεί να ισχύει, καθώς το νησί αυτό είναι υπαρκτό και θεωρείται από τους ξένους ως σημείο ταφής τής στάχτης του Αχιλλέα, ενώ, τον τάφο τού Αχιλλέα, μακριά από τη μητροπολιτική Ελλάδα, κοντά στην Τροία, επισκέφθηκε κι ο Μέγας Αλέξανδρος, σύμφωνα με τον Αρριανό τής Νικομήδειας. ]
Ο Ευριπίδης, στην τραγωδία του «Εκάβη», στίχοι 107-153, περιγράφει τη θυσία τής σκλάβας Πολυξένης (μικρότερης κόρης Πριάμου - Εκάβης) πάνω στον τάφο τού Αχιλλέα, όταν οι Έλληνες βρίσκονταν στη Θρακική Χερσόνησο.
Χορός γυναικών προς Εκάβη:
«Βγήκε ένας λόγος πως στη σύναξή τους, οι Αχαιοί βουλήθηκαν θυσία να κάμουν στον Αχιλλέα την κόρη σου. […]. Τον τάφο του Αχιλλέα να ράνουν με νιάτα αιμάτου».

Συνεπώς, ο Αχιλλέας ετάφη μακριά από τη Φθιώτιδα, κι επειδή πολλοί προσπαθούν να οικειοποιηθούν τον ήρωα ως δικό τους γέννημα, απαντώ ότι πλανώνται πλάνη μεγάλη.

Μετά τον Τρωικό Πόλεμο, ο γιος τού Αχιλλέα, Νεοπτόλεμος (πήρε μέρος μετά τον θάνατο του πατέρα του) επέστρεψε, αρχικώς στη Φθία, αλλά, μετά, εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο, όπου ίδρυσε το Γένος των Μολοσσών, απ’ όπου απώτερος απόγονος τού Αχιλλέα ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος, μέσω της μητέρας του Ολυμπιάδας, πριγκίπισσας των Μολοσσών. Αυτό, από τον γιο που απέκτησε ο Νεοπτόλεμος με την Ανδρομάχη, νύφη του Πριάμου, συζύγου τού Έκτορα, ενώ με την Ερμιόνη, κόρη τού Μενελάου και της ωραίας Ελένης, δεν είχε παιδιά.
Το τι έγινε αιώνες μετά στην Ήπειρο, όσον αφορά τα σύνορα και τις πόλεις που δημιουργήθηκαν σε: Φθία, Θεσσαλία, Μακεδονία κι άλλα μέρη της Ελλάδας, είναι γνωστά, αλλά αυτό δε σημαίνει πως Φθία, Ήπειρος και Μακεδονία ταυτίζονται, επειδή  πριγκίπισσες της Ηπείρου έφεραν το όνομα «Φθία» και «Δηιδάμεια», βασίλισσα της Μακεδονίας ονομαζόταν «Φθία» και βασιλιάδες τής Ηπείρου είχαν το όνομα «Νεοπτόλεμος» και «Πηλέας».

Οφείλω να καταθέσω πως ο Ευριπίδης, στην αρχή του έργου του «Ανδρομάχη», αναφέρει τις περιοχές Φάρσαλα και Φθία, ως τόπο διαμονής των: Πηλέα, Θέτιδας, Νεοπτόλεμου, αλλά μιλάει για περιοχές, όχι για πόλεις, και οι περιοχές αυτές ανήκαν στη Φθία, τότε. Άλλο το ότι η περιοχή των Φαρσάλων, όπως και το Θετίδειο (Θετίδιο), ανήκαν στην αρχαία Φθία, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Νομός Λαρίσης, κι άλλο πως ο Αχιλλέας ήταν Θεσσαλός και η Φθία Θεσσαλική, την εποχή εκείνη.

Επειδή, ο ίδιος, δεν είμαι Ιστορικός, συνέταξα το άρθρο αυτό, ανατρέχοντας σε χιλιάδες στίχους κι αποσπάσματα αρχαίων κειμένων, αλλά και στηριζόμενος σε στοιχεία εγκεκριμένων Ιστορικών, Αρχαιολόγων, συγγραφέων και ποιητών, και όχι, μόνο, ως Πελασγιώτης. Το έγραψα, δε, κι εξαιτίας πολλών ανακριβειών που διάβαζα σε διάφορα έντυπα και στο Διαδίκτυο, από άτομα τα οποία, για ίδιο ή τοπικιστικό όφελος, παρέβλεπαν ή αγνοούσαν την Ιστορία, φέρνοντας τα γεγονότα στα μέτρα τους.

Πολλά από τα ψευδή δημοσιεύματα ξεκίνησαν όταν, την Πρωταπριλιά του 2010, «σελίδα» τής Λαμίας στο Διαδίκτυο (LamiaNews), η οποία δε λειτουργεί πλέον, δημοσίευσε, ως Πρωταπριλιάτικο ψέμα, πως βρέθηκε ο τάφος τού Αχιλλέα στη Δυτική Φθιώτιδα.
Η είδηση αυτή διαψεύστηκε αργότερα, από τους συντάκτες της, αλλά, εν τω μεταξύ, είχε διαδοθεί σε πολλούς επισκέπτες τής «σελίδας» αυτής, μα, το χειρότερο, αναδημοσιεύτηκε κι από άλλες «σελίδες» τού Διαδικτύου, αλλά και σε διάφορα έντυπα που δεν τη διέψευσαν ποτέ, ενώ, αλίμονο, ορισμένοι συνέδεσαν τον, δήθεν, τόπο ταφής και με τον τόπο καταγωγής τού ήρωα.

Η ΔΙΑΨΕΥΣΗ: «Επειδή βλέπουμε τις τελευταίες μέρες αυτό το θέμα οι αναγνώστες να το αναδεικνύουν, σας ενημερώνουμε ότι αναρτήθηκε την Πρωταπριλιά τού 2010 και θεωρήθηκε πολύ πετυχημένη “πρωταπριλιάτικη φάρσα”, αφού με το θέμα ασχολήθηκε τοπικός και αθηναϊκός τύπος, επιστήμονες, αρχαιολόγοι, η δε έφορος αρχαιοτήτων, που αναφέρουμε, δέχτηκε δεκάδες συγχαρητήρια τηλεφωνήματα. Τη φάρσα, αποκαλύψαμε το βράδυ τής ίδιας μέρας.
Αυτά προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων! LamiaNews 17 Απριλίου 2011 4:26 μ.μ. 

Πιστεύοντας  πως  η περιοχή «Κάστρο» Πελασγίας ταυτίζεται με την Κρεμαστή Λάρισα (ή Πελασγικόν Άργος), στην αρχαία Φθία, που ήταν μία από τις τέσσερις πόλεις των Πηλέα - Αχιλλέα, και θεωρώντας το αυτό αλήθεια, στο ποίημά μου «Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ: ΠΕΛΑΣΓΙΑ», αναφέρω:
[…]
Με σένα τη ζωή άρχισα εντός μου και πρώτα εδώ αντίκρισα το φως.
Μητέρα  Πελασγών έχω πατρίδα, του Αχιλλέα είμαι αδελφός.

Είμαι βαθιά πεπεισμένος, δε, πως η αρχαιολογική έρευνα, με ανασκαφή του «Κάστρου» θ’ αναδείξει την ιστορία τού τόπου, αλλά και θα συμβάλλει τα μέγιστα στην ανάπτυξή του, κι αυτό θα πρέπει ν’ αποτελέσει προτεραιότητα των αρχών, μα και του κάθε Πελασγιώτη, όλων των κατοίκων της Ανατολικής Φθιώτιδας, θα έλεγα (με όποιον τρόπο δύναται να συμβάλει ο καθένας).
Για όλους αυτούς τους λόγους, διεξήχθη Λογοτεχνικός Διαγωνισμός, με θέματα: «Αχιλλέας, Ομηρικός ήρωας» (Ποίηση) και «Φθία, πατρίδα του Αχιλλέα» (Δοκίμιο), τα αποτελέσματα του οποίου θα ανακοινωθούν στην Πελασγία, όπου και θα λάβει χώρα η εκδήλωση απονομής, με επιπλέον στόχο την αποκατάσταση της αλήθειας. 
Εκτός από: Λογοτεχνικό περιοδικό «Κελαινώ», «Πολιτιστικό Σύλλογο Πελασγίας» (φορείς που συνδιοργάνωσαν), στις Επιτροπές Κρίσης μετείχαν, κυρίως, Πελασγιώτες Φιλόλογοι και Ιστορικοί, ενώ στην τελετή θα διαβαστεί κείμενο, στο οποίο θα αποδεικνύεται, με στοιχεία, πως Ανατολική Φθιώτιδα και Πελασγία ανήκαν στην περιοχή όπου βρισκόταν το κράτος των Πηλέα - Αχιλλέα.

Στοιχεία του άρθρου αντλήθηκαν και από το βιβλίο του Ζήση Χρ. Πρωτοπαπά: «ΠΕΛΑΣΓΙΑ».


(Το τελικό «ν», προσωπική επιλογή).                                                              Νίκος Μπατσικανής

Έρευνα: Νίκου Παύλου «ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ» ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΚΑΙ ΤΗΝ  ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣΓράφοντας ο ιστορικός Τίτος Λίβιος για το δεύτερο  πόλεμο των Ρωμαίων εναντίον του Φιλίππου Ε΄(200-197 π.Χ.)[1] αναφέρεται στην πολιορκία των Ωρεών από τον Ρωμαίο πρεσβευτή (Legatus) L. Apustius . Σε ένα διάλλειμα που έκανε, αφού δεν υπήρχε ελπίδα να εκπορθήσει γρήγορα το ευβοϊκό  άστυ επιτέθηκε και κατέλαβε μία γειτονική πόλη, τη Λάρισα Κρεμαστή. Όπως σημειώνει ο Λίβιος: « Για τούτο, επειδή, παρά την ελπίδα τους παρατεινόταν ο χρόνος της πολιορκίας και των επιχειρήσεων, και δεν υπήρχε ελπίδα για μία ταχεία εκπολιόρκηση (:των Ωρεών), για τούτο στο μεταξύ ο Ρωμαίος επαρχιακός πρεσβευτής επειδή σκέφθηκε ότι θα ηδύνατο να πράξει κάτι άλλο, αφού άφησε στρατό όσος του φαινόταν αρκετός για να φέρει εις πέρας τις εκεί επιχειρήσεις κινήθηκε στη γειτονική περιοχή της ξηράς και την Λάρισα, όχι τη γνωστή πόλη της Θεσσαλίας, αλλά άλλην την οποίαν αποκαλούν Κρεμαστήν με αιφνιδιαστική έφοδο κατέλαβε, εκτός από την ακρόπολή της»[2].
Από το κείμενο κατανοούμε πως η Λάρισα Κρεμαστή την εποχή που διεξάγονταν οι επιχειρήσεις εναντίον του Φίλιππου του Ε΄ μάλλον θα έπρεπε να περιλαμβάνονταν μέσα στα σχέδια των Ρωμαίων. Στόχος τους ήταν.. να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις, με την ευρύτερη σημασία του όρου, για να μπορέσουν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην περιοχή της ευρύτερης Θεσσαλίας. Παράλληλα θα διέθετε ισχυρή φρουρά, αφού ο Apustius κινήθηκε αιφνιδιαστικά για να την καταλάβει, και η ακρόπολή της θα ήταν δύσκολο να εκπορθηθεί. Πάντως ο Λίβιος δε δίνει συνέχεια στη σύντομη αναφορά του, οπότε μπορούμε να εικάσουμε πως δε δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα για τα ρωμαϊκά στρατεύματα από την πόλη.  Τέλος, την εποχή των μακεδονικών πολέμων δε θα μπορούσε να γίνει καμία σύγκριση της Λάρισας Κρεμαστής με τη γνωστή ομώνυμη πόλη της Θεσσαλίας, για την οποία, θεωρεί αυτονόητο ο Ρωμαίος ιστορικός πως  είχαν ακουστά οι αναγνώστες του έργου  του.
Στοιχεία για τη θέση της Λάρισας Κρεμαστής δίνει ο Στράβωνας. Όπως γράφειpent»konta stadouj ¹ tîn [Lamišwn pÒli]j. eq' ˜xÁj parapleÚsanti stadoij ˜katÕn Ð 'Ecnoj Øpšrkeitai. tÁj d' ˜xÁj paralajn mesogavstˆn ¹ Kremast¾ L£risa ekosi stadouj aÙtÁj dišcousa, ¹ d' aÙt¾ kaˆ Pelasga legomšnh»[3]. Στηριζόμενος σε αυτή την πληροφορία, αναγνωρίστηκε από τους νεότερους ερευνητές και περιηγητές πως βρίσκονταν κοντά στο σημερινό χωριό Πελασγία, που ανήκει σήμερα στο νομό Φθιώτιδας (στα σύνορα με το νομό Μαγνησίας). Αυτή η θέση τεκμηριώνεται από το γνωστό ερευνητή της Θεσσαλίας Friedrich Stahlin που υπογραμμίζει: « Ο δρόμος από τον Πτελεό προς τη Λάρισα, οδηγεί πάνω από το διάσελο, κοντά στον Άγιο θεόδωρο (170 μ.) Αυτό το χωριό βρίσκεται στον σχιστολιθικό σχηματισμό με εύφορα χωράφια και λιβάδια…Στο νότιο άκρο των υψωμάτων, προς τη Σουβάλα, εισέρχεται κανείς στην εκτεινόμενη μέχρι τη θάλασσα ασβεστολιθική ζώνη. Μεταξύ Σουβάλας και Γαρδικίου (σημ. Πελασγία) εκτείνεται η και σήμερα καλά υδροδοτούμενη και φυτεμένη με αμπέλια λεκάνη της Λάρισας…Στο βορειοδυτικό άκρο πάνω από την πεδιάδα κείται, σε ένα απότομο ύψωμα, η Λάρισα, η λεγομένη Κρεμαστή, λόγω της καθώς φαίνεται από τη θάλασσα ψηλής μέχρι τον ουρανό θέσεώς της»[4]. «
Επομένως η τοποθεσία της Λάρισας Κρεμαστής βρίσκεται στο λόφο «Κάστρο», βόρεια της σημερινής κωμόπολης Πελασγίας Φθιώτιδας.  Αποτελεί μία χαρακτηριστική περίπτωση ελληνικής κατοικήσιμης περιοχής που εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο στους ελληνιστικούς χρόνους και στην Ύστερη Αρχαιότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν ήταν αισθητή η ανθρώπινη παρουσία και παλαιότερα[5]. Έτσι ο Δημήτριος Καλλατιανός αναφερόμενος στο σεισμό που έπληξε την Κεντρική Ελλάδα το 426 π.Χ. υπογραμμίζει πως μεταξύ των πόλεων που γνώρισαν την καταστροφική του μανία ήταν και η Λάρισα Κρεμαστή. Όπως αναφέρει «…t¦ d' n Adhyù kaˆ kaq' ˜tšraj ¢narragÁnai phg£j· 'Wreoà d tÕ prÕj qal£ttV tecoj kaˆ tîn okiîn perˆ ˜ptakosaj sumpesen, 'Ecnou te kaˆ Fal£rwn kaˆ `Hrakleaj tÁj Tracnoj, tîn mn polÝ mšroj pesen, Fal£rwn d kaˆ ™xd£fouj ¢natrapÁnai tÕ ktsma. parapl»sia d sumbÁnai kaˆ Lamieàsi kaˆ Larisaoij· …»[6]. Οπότε, με βάση αυτή την πληροφορία φαίνεται πως η οικοδόμηση των τειχών, που σώζονται σήμερα,  έχει γίνει αργότερα.
Η Λάρισα Κρεμαστή ανήκε στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, που ήταν μέρος της ευρύτερης Θεσσαλίας, όπως άλλωστε μαρτυρείται και από τις αρχαίες πηγές[7]. Η ανασύνθεση της ιστορίας της μπορεί να στηριχτεί στις μαρτυρίες των επιγραφών, των γραπτών μαρτυριών που αναφέρονται στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, και των νομισμάτων που είχε κόψει. Αποτελεί μία χαρακτηριστική περίπτωση ελληνικής περιοχής που εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο σε μία περίοδο που τα μεγάλα κέντρα της κυρίως Ελλάδας γνώριζαν την παρακμή και την φθορά.
Από τις επιγραφές αποδεικνύεται πως ήταν μέλος της Δελφικής Αμφικτυονίας, όπως άλλωστε και όλη η περιοχή[8]. Οι διασυνδέσεις της με το μαντείο φαίνονται να είναι συνεχείς, αν κρίνει κανείς από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Στη συνέχεια παρατίθεται μία επιγραφή που αναφέρεται στην  απελευθέρωση δούλου[9]:
1.     ἄρχοντος Ἀρισταινέτου μηνὸς
Ἐνδυσποιτροπίου, ἀπέδοτο Ἀρχέ-
πολις Τιμοκλέος Λαρισαῖος τῶι
Ἀπόλλωνι τῶι Πυθίωι σῶμα ἀνδρεῖ-
      5.  ον ὧι ὄνομα Βίθυς τὸ γένος Θρᾶικα,
τιμᾶς ἀργυρίου μνᾶν δέκα, καθὼς
ἐπίστευσε Βίθυς τὰν ὠνὰν τῶι θεῶι.
βεβαιωτῆρες κατὰ τοὺς νόμους·
Μνάσων Δικαιάρχου Ἐχιναῖος,
10.        Κράτιππος Μεγώνδα Θηβαῖος· παρόν-
τος τοῦ ἄρχοντος Εὐκράτεος
[τ]οῦ Καλλίκωνος. μάρτυρες· οἱ ἱερεῖς
Ξένων, Ἄθαμβος· Μνάσων Ξένωνος,
Πεισίλαος, Χαρίξενος, Καλλίκων Δελ-
15.        φοί, Ἀριστομένης, Μίκκος Ἐριναῖοι.

Όπως γίνεται αντιληπτό ο Αρχέπολις Τιμοκλέους Λαρισαίος προσφέρει στον Πύθιο Απόλλωνα τον δούλο θράκα Βίθυ. Πρόκειται για μία πρακτική συνηθισμένη στον αρχαίο ελληνικό χώρο που σημαίνει στην ουσία την απελευθέρωση του δούλου[10]. Μάλιστα στο κείμενο παρουσιάζεται και η τιμή με την οποία «αγοράστηκε» από το θεό. Είναι δέκα αργυρές μνες, οι οποίες δόθηκαν στο όνομα του Απόλλωνα από τον Βίθυ στον Αρχέπολι (στ. 6-7). Οπότε έτσι απαλλάσσεται από οποιαδήποτε υποχρέωση θα μπορούσε να έχει απέναντι στον Λαρισαίο πολίτη, όπως για παράδειγμα  να αναγκαστεί να τον γηροκομήσει[11]. Γίνεται λοιπόν υπόλογος μόνο απέναντι στον Απόλλωνα, στον οποίο οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του. Φαίνεται λοιπόν να έχει πλουτίσει και μπορεί ο ίδιος να εξαγοράσει την ελευθερία του.
Πρόκειται για μία υπόθεση που αφορά κατοίκους της Αχαΐας Φθιώτιδας. Όπως τονίζεται στην επιγραφή αυτοί που πιστοποιούν την πώληση από τον Αρχέπολι ήταν ο Μνάσων Δικαιάρχου Εχιναίος και ο Κράτιππος Μεγώνδα Θηβαίος (:από τις Φθιώτιδες Θήβες). Στη διαδικασία ήταν μάρτυρες ιερείς, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της συναλλαγής ανάμεσα στον κάτοικο της Κρεμαστής Λάρισας και το ιερό. Ταυτόχρονα φανερώνει και δεσμούς της πόλης της Αχαΐας Φθιώτιδας με αυτό. Από την επιγραφή αποδεικνύεται πως αποτελεί σημείο αναφοράς για τους Αχαιούς Λαρισαίους, αφού για την επικύρωση μιας συνηθισμένης νομικής διαδικασίας απελευθέρωσης, στην οποία θα μπορούσε να υπάρξει μεσολάβηση κάποιου άλλου ιερού που θα ήταν ενδεχομένως πιο κοντά,  χρειάστηκε ο δελφικός θεός, που έτσι παρουσιάζεται να έχει και ένα ρόλο «προστάτη» της ευρύτερης περιοχής.
Αυτή η διαπίστωση τεκμηριώνεται και από το γεγονός πως πολίτες της Κρεμαστής Λάρισας αναλαμβάνουν, σχεδόν συνέχεια, το αξίωμα του ιερομνήμονα, εκπροσωπώντας την Αχαΐα Φθιώτιδα (Ἀχαιῶν Μεγαλλίας Μελιταιεύς, Εὔξ[εν]ος Λα[ρι]σ[αῖος] [12], [Ἀχ]αιῶν [Τ]ολμαίου [Λ]α[ρισαί]ο[υ][13], Ἀχαιῶν Δημο[κή]δου[ς], [Μελιτ]α[ιέος, Ξ]ενο[π]είθους Λαρισ[α]ίου[14], (Ἀχ[αι]ῶν Ὀ[νομάστ]ου [Λαρισαίο]υ[15],  Ἀχαι]ὸς ἐγ Μελιτέας Ἀ̣[γασσικράτης, Λα]ρισαῖος Ἱπποκρά̣[της[16]), καθώς και του προξένου (Λα]ρισιαῖος ἐκ Φθι[ώτιδος])[17].  
Τα παραπάνω αξιώματα που δίνονται σε πολίτες της εκτός από την ειδική σχέση ανάμεσα στο Δελφικό ιερό και στην Κρεμαστή Λάρισα προβάλλουν και έναν πρωταγωνιστικό της ρόλο στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας σε όλη την ελληνιστική εποχή. Τα χαρακτηριστικά της όμως κατανοούνται καλύτερα και από επιγραφή που βρέθηκε στα εδάφη της στην οποία αναγράφονται:
Γνωσίας Φιλοκράτους
Κλεόμαχος Δικαιοπόλεως
Ἐρασίτιμος Ξενομένους
ἀγορανομήσαντες
5. Ἑρμᾶι καὶ τᾶι Πόλει.[18].

Τρεις πολίτες δηλαδή της Λάρισας Κρεμαστής που έχουν ασκήσει το αξίωμα του αγορανόμου αφιερώνουν τιμητική επιγραφή στον Ερμή και στην πόλη. Προφανώς αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η θητεία τους ήταν ευδόκιμη και με αυτό τον τρόπο θέλουν να ευχαριστήσουν το θεό Ερμή αλλά και τους πολίτες που στάθηκαν αρωγοί στο έργο τους.
Έργο των αγορανόμων ήταν, στην ουσία η διευθέτηση συναλλαγών[19]. Αν αυτή η διαπίστωση συνδυαστεί με την πληροφορία του Στράβωνα πως η περιοχή της Λάρισας Κρεμαστής ήταν «αμπελόφυτος»[20], θα τους ταίριαζε, στην προκειμένη περίπτωση, ένας ρόλος «διαιτητή» που θα διευθετούσε κτηματικές διαφορές που σχετίζονταν με την αμπελοκαλλιέργεια[21].  Αυτή η υπόθεση μπορεί να ενισχυθεί και από το γεγονός πως οι αγορανόμοι επικαλούνται το θεό Ερμή, ο οποίος, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική παράδοση ήταν θεότητα των ορίων[22]. Αυτό βέβαια δε μπορεί να αποκλείσει το γεγονός πως ανάμεσα στα καθήκοντά τους περιλαμβάνονταν και ο έλεγχος των τιμών της αγοράς[23].
Η ουσία είναι πως στη Λάρισα Κρεμαστή ο θεσμός του Αγορανόμου φανερώνει πολύπλοκες συναλλαγές που προϋποθέτουν έναν αστικό χαρακτήρα της. Σε μία κοινωνία, για την οποία εξακολουθούσε να ισχύει ο λόγος του Ξενοφώντα «¢kris…a d kaˆ tarac¾ œti ple…wn met¦ t¾n m£chn ™gšneto À prÒsqen ™n tÍ `Ell£di»[24] η ύπαρξη παρόμοιων θεσμών σε έναν περιφερειακό χώρο του ελληνισμού αναδεικνύει πρωταγωνιστικούς ρόλους που στηρίζονται σε ισχυρές παραδόσεις.
Μία άλλη επιγραφή, η οποία διαφωτίζει το ρόλο της Λάρισας Κρεμαστής στον ευρύτερο θεσσαλικό χώρο προέρχεται από τον 1ο αι. π.Χ. και αναφέρεται σε διαμάχη των κατοίκων της με τη γειτονική πόλη του Πτελεού[25]. Σε αυτή αναγράφονται και τα εξής:
 [— — —] Αἰζόσιος Ἀφθονήτου εἶπεν· ἐπειδὴ Νύσα[νδρος Δι(?)]-
οδότου Λαρισαῖος εὔνους ὢν διατελεῖ τῆι πόλει τῶν [Πτε]-
λεειῶν, διατηρῶν τὴν ὑπάρχουσαν πρὸς τὸν δῆμον ε[ὔνοι]-
5.          αν καὶ κοινῆι καὶ κατ’ ἰδίαν τοῖς χρείαν ἔχουσι τῶν πολ[ι]-
τ̣ῶν ἐκτενῶς ἐπιδίδωσιν αὑτὸν ἐπὶ πάντα τὰ παρακα̣-
[λο]ύμενα, βουλόμενος ἐπαύξειν καὶ κατὰ κοινὸν μὲν τὴν
[πό]λιν καὶ τοὺς κ[ατ’ ἰ]δία[ν] ἀξίους τῶν πολιτῶν ἀξίως μ[ὲν]
[αὑτ]οῦ, ἀξίως δὲ καὶ τῆς πόλεως, οὐ μόνον δὲ ἐν τούτοις
10.        [αὑτὸ]ν ἀπαράκλητος παρεσκεύακεν, ἀλλὰ καὶ Λαρισαίω[ν]
[τῶν] Φθιωτ[ῶν] ἐπισ[κη]ψ̣άντων ἐπὶ τὴν πόλιν ἀδίκως καὶ ἀ[νο]-
[σί]ως καὶ προκαλεσαμένων ἐπὶ κρίσιν εἰς Ῥώμην ἐπὶ τὴ[ν]
[σ]ύνκλητον ἐπέδωκεν αὑτὸν Νύσανδρος ἐπὶ τὸ
[π]ρεσβεῦσαι ὑπὲρ τῆς πόλεως μετὰ πάσης προθυμίας
15.          [μ]ετὰ τῶν συνεξαποσταλέντων αὐτῶι πρεσβευτῶν [οὐ]-
[θ]ένα κίνδυνον πρ[οορώμε]νος οὐδὲ [— — — — — — —]
[— — — — — — —] πάσας ․․․του[— — — — — — — — —][26]

Η επιγραφή αναφέρεται στη μεσιτεία που έκανε ο Νύσανδρος Διοδότου από τη θεσσαλική Λάρισα στη ρωμαϊκή σύγκλητο υπέρ της πόλης του Πτελεού. Σύμφωνα με τους στ. 10-12 της επιγραφής οι Φθιώτες Λαρισαίοι επιτέθηκαν άδικα εναντίον τους. Οπότε χρειάστηκε η επέμβαση της ρωμαϊκής συγκλήτου για να λυθεί το ζήτημα και να αποκατασταθούν τα θεωρούμενα δίκαια των κατοίκων του Πτελεού.
Η επιγραφή θέτει το ζήτημα της δυναμικής που είχε η Λάρισα Κρεμαστή στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. Οι πολίτες της παρουσιάζονται να εξορμούν μανιασμένα χωρίς να έχουν δίκαιο και χωρίς να σέβονται τίποτα[27]. Οι κάτοικοι του Πτελεού δείχνουν να είναι εντελώς ανίσχυροι και γι’ αυτό σώζονται μόνο με τη μεσολάβηση του Νύσανδρου. Οπότε του αφιερώνουν  τιμητική επιγραφή από την οποία αναδύεται μία υψηλή εκτίμηση για το πρόσωπό του.
Δυστυχώς στην επιγραφή δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία, ώστε να μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την κατάσταση της Κρεμαστής Λάρισας αυτή την εποχή, ενώ η υπερβολή του κειμένου είναι εμφανής. Πάντως οι Αχαιοί Λαρισαίοι είναι ισχυροί, αφού μπορούν να κάνουν επιδρομές και να προχωρούν σε οικειοποιήσεις (εκτάσεων γης;) που δεν τους ανήκουν. Βέβαια στην πραγματικότητα το επεισόδιο φαίνεται να είναι μία τοπική διαμάχη, που έληξε με την απόφαση της ρωμαϊκής σύγκλητο, το οποίο όμως αντανακλάει νοοτροπίες που έχουν αρχίσει και κάνουν τη εμφάνισή τους στον ελληνικό χώρο κατά την ύστερη αρχαιότητα. Για τη ρωμαϊκή δηλαδή εξουσία δε φαίνεται να υπάρχουν σημαντικά ελληνικά κέντρα τα οποία να μπορούν μόνα τους να υπερασπιστούν τις θέσεις τους και χρειάζεται ένας ισχυρός μεσολαβητής για να δικαιωθούν. Ασφαλώς η Λάρισα Κρεμαστή δε διέθετε τέτοιον, που να μπορεί να την υπερασπιστεί στη ρωμαϊκή σύγκλητο και να παρουσιάσει τα επιχειρήματα των κατοίκων της.

***

 Στις αρχές του καλοκαιριού του 302 π.Χ. ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, εκστρατεύοντας κατά του Κάσσανδρου (358 ή 350  297 π.Χ.),  καταλαμβάνει τη Λάρισα Κρεμαστή[28]. Σύμφωνα με την αφήγηση του Διόδωρου του Σικελιώτη[29] ξεκίνησε από την Αθήνα για τη Χαλκίδα. Παραπλέοντας με το στόλο του το λιμάνι της Λάρισας Κρεμαστής, αποβιβάζει τη δύναμή του, καταλαμβάνει με έφοδο την πόλη, και την ακρόπολή της με πολιορκία, τους φρουρούς τους αιχμαλώτισε και έδωσε αυτονομία στην πόλη.
Το επεισόδιο εντάσσεται μέσα στο γενικότερο κλίμα των συγκρούσεων ανάμεσα στους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου για τον έλεγχο της κληρονομιάς του. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος στέλνει το γιο του Δημήτριο στον ελληνικό χώρο για να καταλύσει το καθεστώς που είχε επιβάλλει ο Κάσσανδρος[30] .
Η περιοχή της Λάρισας Κρεμαστής παρουσιάζεται στην εποχή των διαδόχων να αποτελείται από το λιμάνι, την κυρίως πόλη και την ακρόπολη. Προφανώς, εξαιτίας της γεωφυσικής της θέσης η ακρόπολη φαίνεται να αποτελεί έναν ξεχωριστό χώρο, ο οποίος ήταν και το έσχατο σημείο αντίστασης της μακεδονικής φρουράς που βρίσκονταν μέσα σε αυτή. Ενώ η πόλη καταλήφθηκε εύκολα με έφοδο, επειδή δεν υπήρχε καθόλου ή ήταν ελάχιστη η στρατιωτική δύναμη, η οποία δεν πρόβαλλε και ισχυρή αντίσταση, για την ακρόπολη χρειάστηκε πολιορκία. Αυτή αποτελούσε και το βασικό συστατικό της στρατηγικής θέσης που είχε η Λάρισα Κρεμαστή για την περιοχή. Οι άνδρες του Κάσσανδρου παρουσιάζονται να προβάλλουν εδώ την  αντίστασή τους, στηριζόμενοι ίσως στο γεγονός πως θεωρούσαν τη θέση απόρθητη. Αυτό όμως ήταν η αιτία για να οδηγηθούν στην αιχμαλωσία. Φαίνεται πως ο Δημήτριος αντιλήφθηκε ή του ανακοινώθηκε από τους κατοίκους της περιοχής πως ο εύκολος τρόπος για την κατάληψη της οχυρής θέσης ήταν να οδηγήσει τα στρατεύματά του στη ΒΑ πλευρά της, που είναι και η πλέον βατή για την εύκολη πρόσβαση σε αυτή.
Ο Δημήτριος αποκαθιστά την αυτονομία της πόλης. Προφανώς αυτό σημαίνει, σε σχέση με την αναφορά που γίνεται προηγουμένως για την Αθήνα, πως επιτρέπει να επανέλθει στην Λάρισα Κρεμαστή το «p£trion œqoj», δηλαδή να ακολουθήσει τις παραδόσεις της και τον τρόπο διακυβέρνησης που είχε πριν την κατάληψή της από τους άνδρες του Κάσσανδρου.
Στη συνέχεια οι πόλεμοι του Φίλιππου Ε΄ εναντίον των Ρωμαίων αποτελούν αφορμή να γίνουν αναφορές στην ιστορική πορεία της Λάρισας Κρεμαστής[31]. Φαίνεται να αποτελεί πάντα μακεδονικό θύλακα, και γι’ αυτό δέχεται ρωμαϊκές επιθέσεις που αποβλέπουν στην κατάληψή της ενώ αποτελεί σημείο διεκδίκησης από τους  συμμάχους των Ρωμαίων. Πιο αναλυτικά μετά την πολιορκία της από τον L. Apustius για την οποία έγινε λόγος στην αρχή του άρθρου, στη διάσκεψη των Τεμπών (197/6 π.Χ.) που ακολούθησε τη συντριπτική ήττα του Φιλίππου Ε΄ από τον Φλαμινίνο στη μάχη των Κυνός Κεφαλών (Ιούνιος 197 π.Χ.), υπήρχε έντονη απαίτηση του Αιτωλού Φαινέα να παραχωρηθούν στη σύμμαχο της Ρώμης Αιτωλική συμπολιτεία η Λάρισα Κρεμαστή, η Φάρσαλος, οι Φθιώτιδες Θήβες και ο Εχίνος. Αν και ο βασιλιάς της Μακεδονίας δεν έφερε αντίρρηση, τελικά οι Ρωμαίοι έδωσαν μόνο τις Φθιώτιδες Θήβες[32].
Η ένταση των διαπραγματεύσεων παρουσιάζεται ανάγλυφα από τον Πολύβιο. Όπως σημειώνει, ενώ όλοι σιωπούσαν πήρε το λόγο ο Φαινέας και ρώτησε «Λοιπόν δε θα αποδώσεις  σε εμάς Φίλιππε την Κρεμαστή Λάρισα, τη Φάρσαλο, τις Θήβες τις Φθιωτικές και τον Εχίνο;»[33]. Προφανώς αυτές οι πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας αποτελούσαν στρατηγικές θέσεις για την Αιτωλική συμπολιτεία που ήθελε να εδραιώσει έτσι την κυριαρχία της στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας και να γίνει με αυτό τον τρόπο υπολογίσιμη δύναμη.
Η σειρά που παρουσιάζονται από τον Πολύβιο οι πόλεις, στο λόγο του Φαινέα, φαίνεται να αντανακλάει και τη στρατηγική σημασία που είχαν για τους Αιτωλούς. Πράγματι η Λάρισα Κρεμαστή με το λιμάνι και την οχυρή θέση της αποτελούσε μία σημαντική είσοδο γι’ αυτόν που ήθελε να εισέλθει από το νότο στη Θεσσαλία. Όποιος την έλεγχε μπορούσε να ρυθμίζει τη διάβαση στα ενδότερα της περιοχής.. Ο Φίλιππος βέβαια παρουσιάζεται υποχωρητικός στις αιτωλικές απαιτήσεις επειδή μάλλον καταλαβαίνει πως έχει αρχίσει να διαφαίνεται η αντιπαλότητα μεταξύ των Ρωμαίων και της Συμπολιτείας, εξαιτίας της οποίας η τελευταία καρπώνεται τελικά πολύ λιγότερα από αυτά που ζητούσε, όπως τονίστηκε[34].
Κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών επεμβάσεων στον ελληνικό χώρο (186-184 π.Χ.) τίθεται, μαζί με τη Δημητριάδα, υπό τον έλεγχο της Θεσσαλικής Συμπολιτείας, ενώ στη συνέχεια την κατέχει και πάλι ο Φίλιππος[35].
Μετά το θάνατο του Φίλιππου Ε΄ (179 π.Χ.)  η εξουσία περνάει στα χέρια του γιου του Περσέα (179-168 π.Χ.). Το  172 π.Χ. η Ρώμη εκστρατεύει εναντίον του. Ο Q. Marcius φτάνει στην Ελλάδα και αφού έρχεται στη Χαλκίδα με δύο πεντήρεις στη συνέχεια καταλαμβάνει την Αλόπη, ενώ πολιόρκησε τη Λάρισα Κρεμαστή[36]. Προφανώς, οι στρατιώτες του αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της, και προχώρησαν προς την πόλη. Δε μπόρεσε όμως να γίνει ολοκληρωτικά κύριος της περιοχής εξαιτίας της οχυρής θέσης της ακρόπολής της, στην οποία θα παρέμεινε η μακεδονική φρουρά.
Αυτό έγινε εφικτό το Σεπτέμβριο του 171 π.Χ. Όπως και πάλι πληροφορεί ο Livius ο αρχηγός των ρωμαϊκών δυνάμεων P. Licinius εκστρατεύει στην Αχαΐα Φθιώτιδα και καταστρέφει την Πτελεό που είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του, δέχεται την παράδοση της Ανδρώνας και, στη συνέχεια βαδίζει εναντίον της Λάρισας Κρεμαστής. Η πόλη ήταν έρημη γιατί οι πολίτες την είχαν εγκαταλείψει και είχαν κλειστεί στην ακρόπολη. Επειδή όμως η φρουρά του Περσέα έφυγε οι κάτοικοι παραδόθηκαν στα ρωμαϊκά στρατεύματα[37].
Δε χωράει αμφιβολία πως τους Ρωμαίους τους ενδιέφερε η καταστροφή των στρατηγικών οχυρών που ανήκαν στους Μακεδόνες. Η Λάρισα Κρεμαστή ανήκοντας σε αυτά αποτελούσε ρωμαϊκό στόχο. Η προσπάθεια για υπεράσπιση της πόλης θεωρήθηκε μάταιη υπόθεση, γι’ αυτό και οι κάτοικοι κλείστηκαν στην ακρόπολη ελπίζοντας και στη βοήθεια της μακεδονικής φρουράς. Εντούτοις, αφού αυτή έφυγε, οι Λαρισαίοι παραδίδονται και έτσι μάλλον δεν επαναλαμβάνεται η καταστροφή που είχε πάθει ο Πτελεός.
Δεν υπάρχει στη συνέχεια άλλη πληροφορία για την τύχη της Κρεμαστής Λάρισας. Είναι πιθανό όμως μία αναφορά του Τίτου Λίβιου, όταν αναφέρεται στον καθορισμό της τύχης των ελληνικών πόλεων από τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο στην Αμφίπολη την άνοιξη του 167 π.Χ., να υπονοεί πως η Κρεμαστή Λάρισα, όπως και άλλες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας, να πέρασε  στην επιρροή των Θεσσαλών ή των Ευβοέων[38] και να μην της αποδόθηκε αυτονομία.

***

Ένα άρθρο για την ιστορική πορεία της Λάρισας Κρεμαστής κατά την ελληνιστική περίοδο και την ύστερη αρχαιότητα δε μπορεί να είναι πλήρες αν δε γίνει αναφορά στις ελληνορωμαϊκές αντιλήψεις για τη σχέση της πόλης με το μυθικό ήρωα Αχιλλέα[39]. Το αποκορύφωμά τους είναι οι αναφορές του Βιργίλιου στην «Αινειάδα» που αναφέρονται στον «Λαρισαίο Αχιλλέα»[40]. Δε χωράει αμφιβολία πως ο Ρωμαίος ποιητής τον συνδέει με τη Λάρισα Κρεμαστή η οποία ανήκε στην περιοχή της Όθρυος που θεωρούνταν πως εξουσίαζε ο αρχηγός των Μυρμιδόνων και όχι στην κεντρική πόλη της Θεσσαλίας[41].
Αυτή η ειδική σχέση της Λάρισας Κρεμαστής με τον Αχιλλέα παρουσιάζεται και στο νόμισμα που έχει κόψει η πόλη μετά την αυτονομία που της παραχώρησε ο Δημήτριος Πολιορκητής, το οποίο κυκλοφορούσε παράλληλα με τα νομίσματα των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου[42]. Στη μία όψη του εικονίζεται κεφαλή του Αχιλλέα με πλούσια μαλλιά και στην άλλη η Θέτιδα να ιππεύει ιππόκαμπο και να κρατάει ασπίδα (του Αχιλλέα;) πάνω στην  οποία υπάρχει το μονόγραμμα ΑΧ (Αχιλλέας ή Αχαιοί;)[43].
Τα παραπάνω νομίζω πως αντανακλούν παγιωμένες αντιλήψεις για αλληλεξάρτηση του Αχιλλέα και της μητέρας του με την Κρεμαστή Λάρισα αλλά και όλη την Αχαΐα Φθιώτιδα γενικότερα. Εννοείται πως σε αυτές τις πεποιθήσεις αναδύεται βασικά ένα θρησκευτικό στοιχείο που αφορά δυνάμεις που συνδέονταν με την περιοχή.
Προϋπόθεση αυτής της θέσης είναι η πληροφορία του Ησίοδου πως η Όθρυς αποτελούσε θεϊκό βουνό στο οποίο ήταν εγκατεστημένο το συμβούλιο των Τιτάνων. Όπως γράφει στη «Θεογονία» ««TitÁnšj te qeoˆ kaˆ Ósoi KrÒnou ™xegšnonto, oƒ mέn ¢f' ØyhlÁj ”Oqruoj TitÁnej ¢gauo…, oƒ d' ¥r' ¢p' OÙlÚmpoio qeoˆ dwtÁrej ™£wn»[44].
Η περιοχή δηλαδή της Αχαΐας Φθιώτιδας προσφέρονταν για τη λατρεία δυνάμεων που δεν ανήκουν στο στενό κύκλο των ολύμπιων θεών. Αυτές βέβαια μετά τον 8ο αι. π.Χ., - περίοδος κατά την οποία η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά που περιγράφουν τα ομηρικά έπη-, είχαν γίνει μέρος του θρησκευτικού  πανθέου  αλλά και της πρωταγωνιστικής ομάδας που περιέγραφαν τα ομηρικά έργα, αποκτώντας έτσι την  απαραίτητη «νομιμοποίηση» για να μπορέσουν να παραμείνουν ως μέρος μιας συλλογικής ελληνικής θρησκευτικής συνείδησης. Τους αποδίδονται λοιπόν καινούριες ιδιότητες που θα βοηθήσουν στη δημιουργία ενός ελληνικού παρελθόντος, το οποίο ήταν πυλώνας για μία εθνική και θρησκευτική συνείδηση.
Όμως, στην Αχαΐα Φθιώτιδα δεν ήταν δυνατό, εξαιτίας της ειδικής σχέσης που είχε με τον Αχιλλέα, αφού θεωρούνταν βασίλειό του, να ξεχαστούν τα υπερφυσικά στοιχεία του ήρωα και της μητέρας του[45]. Στην πραγματικότητα στην περιοχή, μαζί με την «επίσημη» θρησκεία των Ολύμπιων θεοτήτων συνυπάρχει και η αφοσίωση στα πρόσωπα του Αχιλλέα και της Θέτιδας, ενώ η λατρεία τους δε φαντάζει καθόλου απίθανη[46].  Τα χαρακτηριστικά της είναι ζήλος για δυνάμεις που δεν ανήκουν στο στενό κύκλο του πανθέου των θεοτήτων του Ολύμπου.
Το τελευταίο συμπέρασμα μπορεί να τεκμηριωθεί ειδικά για την Κρεμαστή Λάρισα και με βάση αρχαιολογικά ευρήματα. Έτσι, στην περιοχή της βρέθηκε χάλκινη σφραγίδα με το μυθικό τέρας Σκύλλα[47], το οποίο θεωρήθηκε πως αποτελεί την επίσημη σφραγίδα της πόλης[48]. Αυτό σημαίνει πως, κατά πάσα πιθανότητα, υπήρχε δεκτικότητα για πρακτικές που δε συμβάδιζαν απαραίτητα με καθιερωμένες θρησκευτικότητες.
Ταυτόχρονα η σύγκριση που κάνει ο Στράβωνας ανάμεσα στη Λάρισα Κρεμαστή και στην ομώνυμη πόλη που βρίσκονταν κοντά στις Τράλλεις της Μ. Ασίας μπορεί να φανεί χρήσιμη για τη διερεύνηση του θέματος. Δίνοντας την πληροφορία πως η δεύτερη βρίσκονταν κοντά σε ιερό της Ίσιδας, συνεχίζει λέγοντας πως έχει ίδια χαρακτηριστικά με τη Λάρισα Κρεμαστή. Στη συνέχεια βέβαια διευκρινίζει πως κάποια από αυτά ήταν τα πολλά νερά και τα αμπέλια[49]. Εντούτοις η γραφή του αφήνει ανοιχτό το θέμα να τελούνταν και στην πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας παρόμοιες τελετές με αυτές που γίνονταν προς τιμήν της Ίσιδας[50].

***

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, τα συμπεράσματα είναι τα εξής:
Η Λάρισα Κρεμαστή που βρίσκεται στη θεσσαλική περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο την ελληνιστική εποχή και την ύστερη αρχαιότητα. Υπάρχουν ενδείξεις και για  ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους, οι οποίες όμως πρέπει να διερευνηθούν.
Η πόλη γνωρίζει περιόδους αυτονομίας, ενώ αποτελεί μακεδονικό θύλακα στους πολέμους εναντίον των Ρωμαίων. Πλεονέκτημά της είναι η δύσβατη ακρόπολή της, η κατοχή της οποίας βοηθούσε στον έλεγχο της νότιας εισόδου στη Θεσσαλία. Οι κάτοικοί της φαίνεται να μένουν γύρω από αυτή, μέσα σε τείχη, ενώ κάποιοι ήταν εγκατεστημένοι στην πεδιάδα και το λιμάνι.  Καταφεύγουν στην ακρόπολη όποτε παρίσταται ανάγκη. Μέσα σε αυτή στρατωνίζονταν η εκάστοτε φρουρά που έλεγχε την περιοχή. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή διαθέτει δύναμη, αφού μπορεί να έρχεται σε συγκρούσεις με γειτονικές περιοχές
Σημαντική φαίνεται να είναι η επαφή της Κρεμαστής Λάρισας με το δελφικό ιερό. Πέρα από την παρουσία ιερομνημόνων που προέρχονται από αυτή, υπάρχουν και προσωπικές σχέσεις των κατοίκων της με το μαντείο των Δελφών και το προστάτη του θεό Απόλλωνα. Ταυτόχρονα στην περιοχή αναβιώνει μία λατρεία του μυθικού ήρωα Αχιλλέα και της μητέρας του Θέτιδας, που πιθανόν να προέρχεται από μία πανάρχαια λατρευτική παράδοση για τους , που συνδέoνταν  με το ιερό βουνό Όθρυς.
Φαίνεται να έχει εξελιγμένους θεσμούς, που φανερώνουν μία περιοχή που ευημερεί. Οι μαρτυρίες την παρουσιάζουν να έχει πολλά νερά, αμπέλια και χώρους επεξεργασίας χαλκού, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα χάλκινα νομίσματα και τις σφραγίδες που εκδίδει.
Όλα τα παραπάνω λοιπόν θα πρέπει να οδηγήσουν σε έναν αναστοχασμό των αντιλήψεων που επικρατούν για πόλεις και περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η Λάρισα Κρεμαστή είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα πόλης που αποτελούσε τουλάχιστο σημαντικό στρατηγικό κέντρο σε κρίσιμες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Δυστυχώς σήμερα βρίσκεται στην αφάνεια και την εγκατάλειψη. Θα πρέπει λοιπόν η αρχαιολογική σκαπάνη και οι ιστορικοί να φροντίσουν να φέρουν στην επιφάνεια περισσότερα ίχνη της, που θα οδηγήσουν στην διαλεύκανση και την κατανόηση της ευρύτερης θεσσαλικής περιοχής και της προσφοράς της.



[1] Βλ. Ward Allen M., Heichelheim Fritz M., Yeo Cedric A., Οι Ρωμαίοι, μετ. Ντίνα Σαμπεθάι, Αθήνα 2008, σ. 164-167. Για ειδικά θέματα βλ. Grainger John D., The league of the Aitolians, Leiden 1999, ιδίως το 4ο μέρος, The Makedonian Wars, σ. 217 κ.ε.
[2] Titi Livi, Ab Urbe cognita, liber XXXI 46, Το πρωτότυπο κείμενο έχει ως εξής: «itaque cum praeter spem tempus ibi traheretur plusque in obsidione et in operibus quam in oppugnatione celeri spei esset, interim et aliud agi posse ratus legatus ~ relictis, quod satis uidebatur ad opera perficienda, traicit in proxima continentis Larisamque—non illam in Thessalia nobilem urbem, sed alteram quam Cremasten uocant—subito aduentu praeter arcem cepit». (Για το κείμενο βλ. Αrn. Drakenborch (ed.), T. Livii Patavini, Historiarum Libri Superstites, t. IV, Londini 1819, σ. 47). Η μετάφραση που παρατέθηκε είναι του Γ. Στ. Καραγιάννη, στο Καραγιάννης Γ.Στ., Titus Livius, Ιστορία, Βιβλίο 31, Θεσσαλικό Ημερολόγιο (στο εξής ΘΗΜ), 15/1989, σ. 149.
[3] Στράβωνος Γεωγραφικά 9,5,13 (ed. A. Meineke, Leipzig 1877 repr. Graz: Akademische Druck- und Verlagsanstalt, 1969)
[4]  Βλ. Stahlin Friedrich, Η Αρχαία Θεσσαλία. Τοπογραφική και ιστορική περιγραφή της Θεσσαλίας κατά τους αρχαίους ελληνικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, μετ. Γ. Παπασωτηρίου-Αν. Θανοπούλου, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 314-315
[5] Βλ. Papadimitriou G., Vardavoulias M., Marini  R.,  «Metallurgical Study of Ancient Slags Coming From Copper Production in Pelasghia--Ancient Larisa Kremaste--in Greece», Metalleiologika Metallourgika Chronika (Greece) ,  76/1990-91,  σ. 31-46. Στο άρθρο αναφέρεται πως αρκετούς αιώνες πριν την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο υπήρχαν στην περιοχή μεταλλουργικές δραστηριότητες. Αυτό το γεγονός συνεπάγεται ανθρώπινη παρουσία. Πάντως είναι χαρακτηριστική η διαπίστωση του Stahlin: «Στα τωρινά ερείπια της πόλεως δεν έχει σωθεί τίποτα που να ανάγεται σε εποχή παλαιότερη της ελληνιστικής». (ό.π. σ. 326)
[6] FGR Hist 85, στον Στράβωνα, Γεωγραφικά 1,3,20
[7] Βλ. τα αποσπάσματα του Δικαιάρχου και του Αθήναιου στον Ηρακλείδη (3,2). Όπως τονίζεται για την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και τους κατοίκους της: «MurmidÒnej d kaleànto kaˆ “Ellhnej kaˆ 'Acaio, MurmidÒnaj mn lšgwn enai toÝj perˆ t¾n Qettalaj Fqan katoikoàntaj, Ellhnaj d toÝj mikrù prÒteron ·hqšntaj, 'AcaioÝj d toÝj kaˆ nàn œti katoikoàntaj Meltai£n te kaˆ L£rissan t¾n Kremast¾n kaloumšnhn kaˆ Q»baj t¦j 'Acadaj prÒteron Ful£khn kaloumšnhn, Óqen Ãn kaˆ Prwteslaoj Ð strateÚsaj ejIlion. Estin oân ¹ `Ell¦j Øf' Ellhnoj okisqesa pÒlij te kaˆ cèra». (Müller K. (ed.)., Geographi Graeci minores, vol. 1. Paris 1855 ,repr. Hildesheim 1965). Για μία  παρουσίαση της Αχαΐας Φθιώτιδας βλ. Decourt Jean-Claude-Heine Nielsen Thomas-Helly Bruno, «Thesssalia and adjacent regions», στο Hansen Herman Mogens and Heine Nielsen Thomas, An Inventory of Archaic and Classical Poleis, Oxford/New York 2004, ειδικά το κεφ. 2.5 Achaia, σ. 713-718.
[8] Η Δελφική Αμφικτυονία αποτελούνταν από φυλές της σημερινής Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Οι εκπρόσωποί τους είχαν θρησκευτικές και αργότερα πολιτικές αρμοδιότητες. Ηγετικές μορφές ήταν οι «Ιερομνήμονες» που ήταν το διοικητικό συμβούλιο της Αμφικτυονίας και διαχειρίζονταν το χώρο των Δελφών και τα Πύθια. (Για το θέμα βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2, Αθήναι 1972, σ. 42κ.ε.  Πρβλ. και Sanchez P., L’ Amphictionie des Pyles et de Delphes. Recherches sur son role historique des origins au IIe siècle de notre ere. Stuttgart 2001).
[10] Να ευχαριστήσω τον καθηγητή  Δημήτρη Κυρτάτα για τις υποδείξεις του. Για το θέμα βλ. Νιγδέλης Π.Μ. –Σουρής Γ.Α., «Απελευθερωτική επιγραφή από ιερό της Ενοδίας (Εξοχή Κοζάνης)», Τεκμήρια 2/1996, 69-82, Ζάχου-Κοντογιάννη Μ.Η., «Παρατηρήσεις σε απελευθερωτικές επιγραφές του Εχίνου», Εγνατία 1/1989, 211-212
[11] Νιγδέλης Π.Μ. –Σουρής Γ.Α, ό.π.
[12] CID 2,32,47
[13] CID 2,76,23
[14] CID 2,86,16
[15] CID 2,74,38
[16] CID 2,118,5
[17] IG XIII,5, 542,32
[18] IG IX 2,94 (Για την προέλευση της επιγραφής από την Κρεμαστή Λάρισα και τις δημοσιεύσεις της βλ. Otto Kern, F. Hiller von Gaertringen, Inscriptiones Thessaliae,. Berlin 1908, σ. 33. Δυστυχώς δεν προσδιορίζεται ο χρόνος συγγραφής της) Για σύγκριση της επιγραφής με άλλες παρόμοιες βλ. Cook Arthur Bernard, Zeus: a study in ancient religion, v. 2,1, Cambridge 1925, σ. 1155 (ειδικά υπ. 5), όπου παρουσιάζονται ίδιες διατυπώσεις με επιγραφές της Θεσσαλικής Λάρισας και της Υπάτης (: τάς πόλε[ι]).
[19] Για τις αρμοδιότητες των αγορανόμων στον αρχαίο κόσμο βλ. ενδεικτικά Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 51,1Klhroàntai d kaˆ ¢goranÒmoi <i>, pšnte mn ej Peiraiša, e d' ej ¥stu. toÚtoij d ØpÕ tîn nÒmwn prostštaktai tîn çnwnpimelesqai p£ntwn, Ópwj kaqar¦ kaˆ ¢kbdhla pwl»setai» , Στράβων, Γεωγραφικά: «Tîn d' ¢rcÒntwn oƒ mšn esin ¢goranÒmoi oƒ d' ¢stunÒmoi oƒ d' pˆ tîn stratiwtîn· ïn oƒ mn potamoÝjxerg£zontai kaˆ ¢nametroàsi t¾n gÁn æjn AgÚptJ, kaˆ t¦j kleist¦j dièrugaj, ¢f' ïn ej t¦j Ñceteaj tamieÚetai tÕ Ûdwr, piskopoàsin Ópwjxshj p©sin ¹ tîn Ød£twn pareh crÁsij. oƒ d' aÙtoˆ kaˆ tîn qhreutînpimeloàntai kaˆ timÁj kaˆ kol£seèj esi kÚrioi tojpaxoij· kaˆ forologoàsi d kaˆ t¦j tšcnaj t¦j perˆ t¾n gÁnpiblšpousin ØlotÒmwn tektÒnwn calkšwn metalleutîn· Ðdopoioàsi d kaˆ kat¦ dška st£dia st»lhn tiqšasi t¦jktrop¦j kaˆ t¦ diast»mata dhloàsan».  Αν και τα παραπάνω κείμενα αφορούν συγκεκριμένες περιοχές, εντούτοις το  γενικό συμπέρασμα είναι πως οι αγορανόμοι ασχολούνταν με αστικές υποθέσεις.
[20]Στράβωνος Γεωγραφικά 5,19,50
[21] Πρβλ. και την πληροφορία του Στράβωνα για την Αίγυπτο που παρατέθηκε στην υπ. 18. Για παπυρολογικές μαρτυρίες από την Αίγυπτο σχετικά με τα καθήκοντα του Αγορανόμου βλ.
[22] Βλ. Burkert Walter, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Αρχαϊκή και Κλασσική εποχή, μετ. Νικ. Π. Μπεζαντάκος, Αφρ. Αβαγιανού, Αθήνα 1993, σ. 332-337. Ο γνωστός θρησκειολόγος τονίζει εδώ πως η λατρεία του Ερμή άρχισε από τους σωρούς λίθων (έρμια) που δήλωναν το διαχωρισμό περιοχών. Ο Ερμής θεωρείται την αρχαϊκή και κλασική εποχή προστάτιδα θεότητα των ορίων και της υπέρβασής τους, των βοσκών, των κλεφτών, των τάφων και των κηρύκων. Αργότερα και με την επίδραση της ρωμαϊκής θρησκευτικής παράδοσης θεωρήθηκε και θεός του εμπορίου (Mercurius).
[23] Τα καθήκοντα των Αγορανόμων φαίνεται να είναι πολλαπλά στον μεσογειακό κόσμο. Βλ. ενδεικτικά Safrai Zeev, The economy of Roman Palestine, London 1994, σ. 34. Στη ρωμαϊκή Παλαιστίνη ο αγορανόμος θεωρούνταν ελεγκτής τιμών.
[24] Ξενοφώντος Ελληνικά, 7,5,27
[25] Ανάλυση της επιγραφής βλ. στο Ager Sheila L. , Interstate arbitrations in the Greek world, 337-90 B.C., σ. 218-219. Στο βιβλίο η επιγραφή τοποθετείται μετά το 196π.Χ. (;).

[26] IG 2,520. Πρβλ. και Ager Sheila L., ό.π. σ. 218
[27] Αυτό φανερώνει η έκφραση «ἐπισ[κη]ψ̣άντων ἐπὶ τὴν πόλιν ἀδίκως καὶ [νο][σί]ως». Η λέξη απαντάται ελάχιστα στην αρχαία ελληνική και βυζαντινή γραμματεία. Βλ. για παράδειγμα Ανώνυμου, Εις Ερμογένην Ρήτορα, Υπόμνημα εις το βιβλίον Περί  Ευρέσεως «pollîn polem…wn tÍ tîn 'Aqhna…wn pÒlei ™piskhy£ntwn kaˆ sumforîn prokeimšnwn oÙ mikrîn, œgrafen `Uper…dhj, toÝj ¢t…mouj ™pit…mouj enai», (7,781,21)
[28] Βλ. Habicht Christian, Athen. Die Geschichte der Stadt in hellenistischer Zeit, Munich 1995, σ. 80
[29] Διόδωρος, Βιβλιοθήκη Ιστορική 20,110

[30] Για τους πολέμους των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου βλ. το αναλυτικό έργο των Bennett Bob & Roberts Mike, The Wars of Alexander's Successors 323-281 BC: Battles and Tactics (v. 2) ,  Barnsley UK

[31] Αναλυτική παρουσίαση των γεγονότων βλ. στο Warrior Valerie M. The initiation of the second Macedonian war: an explication of Livy, Book 31, Stuttgart 1996. Πολύ καλή και περιεκτική παρουσίαση βλ. και στο Ward Allen M., Heichelheim Fritz M., Yeo Cedric A., Οι Ρωμαίοι…σ. 162-167
[32] Πολύβιου Ιστοριών 18,38
[33] Ό.π.
[34] Για μία ολική θεώρηση της αναφοράς του Πολύβιου βλ. Walsh Joseph J., «Bones of Contention: Pharsalus, Phthiotic Thebes, Larisa Cremaste, Echinus», Classical Philology, 88(1)/1993, σ. 35-45
[35] Μαζί με τη Δημητριάδα και το μεγαλύτερο μέρος της Μαγνησίας καθώς και άλλες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας, όπως την Αλόπη, τον Πτελεό και την Αντρώνα. Βλ. για τα παραπάνω Λαζάρου Αχιλλεύς, «Η κατάλυση του βασιλείου των Μακεδόνων (189-167 π.Χ.)», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ε΄(Ελληνιστικοί χρόνοι), Αθήναι 1974, σ. 92-93.
[36] Τ. Livius 46,56. H αναφορά του Ρωμαίου ιστορικού έχει ως εξής: «Εt Q. Marcius Chal-
cidem navibus venit, Alope tica capta, Larisa, quae Cremaste dicitur, oppugnata»
[37] T. Livius 42,67. H αναφορά έχει ως εξής: «Αd Larisam deinde exercitum admovit. urbs deserta erat; in arcem omnis multitudo concesserat; eam oppugnare adgreditur. primi omnium Macedones, regium praesidium, metu excesserant: a quibus relicti oppidani in deditionem extemplo ueniunt».
[38] Βλ. T. Livius 45,30. Ο ιστορικός τονίζει πως «alii insulamque Euboeam». Η αναφορά του βέβαια δε μπορεί να θεωρηθεί επαρκής. Βλ. και Λαζάρου Αχιλλεύς, ό.π. σ. 127. Πάντως οι  αναφορές της πινακίδας IG 2,520 για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, δεν αφήνουν περιθώρια για να υποστηριχτεί πως η Λάρισα Κρεμαστή και η πόλη του Πτελεού είχαν την ίδια κηδεμονία.
[39] Οι διαπιστώσεις που ακολουθούν αποτελούν μέρος μιας γενικότερης έρευνάς μου για θρησκευτικές πρακτικές που σχετίζονται με την Αχαΐα Φθιώτιδα και τον Αχιλλέα και οι οποίες πρόκειται να δημοσιευτούν.
[40] Οι αναφορές στην «Αινειάδα» έχουν ως εξής: «Quos neque Tydides, nec Larissaeus Achilles» 2,197  και «et Tydides et Larissaeus Achilles» 11,404.
[41] Βλ. τα επιχειρήματα στο kennedy Benjamin Hall, P. Vergili Maronis Bucolica, georgika, Aeneis. The wοrk of Virgil with commentary and appendix, London 1876, σ. 414 και Anthon Charles (Ed.), Classical Dictionary, New York 1869, λ. Larissa, σ. 723
[42] Βλ. Heyman C., «Achille–Alexandre, sur les monnaies de Larissa Cremaste en Thessalie»,  Studia Hellenistica 16, (Antidorum W. Peremans) Louvain–La Neuve 1968, 115–125,
[43]  Βλ. περιγραφή του  νομίσματος στο Forrer L. , The Weber Collection, V. II Greek Coins, London 1924, σ. 220.
[44] Θεογονία 631-633
[45] Η λατρεία της Θέτιδας ήταν γνωστή στην περιοχή γύρω από την Όθρυ. Βλ. και Burkert Walter, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Αρχαϊκή και Κλασσική εποχή…σ. 363, στο οποίο γίνεται λόγος για το σημαντικό ιερό της θαλάσσιας θεότητας στην περιοχή της Φαρσάλου. Επίσης η λατρεία του Αχιλλέα γίνεται σε περιοχές που άνθιζε το ελληνικό στοιχείο. Ένα σημαντικό κέντρο της ήταν το νησάκι της Λευκής, ενώ προς τιμήν του γίνονταν αγώνες. Επίσης του αποδίδεται ο τίτλος του «Ποντάρχη» ως κυρίου της Μαύρης θάλασσας. Βλ. περισσότερα για το θέμα στο  Hommel Hildebrecht, Der Gott Achilleus, Heilderberg 1980. Ως τεκμήριο για τη θεοποίηση του Αχιλλέα είναι και η παρακάτω  πληροφορία του Φιλόστρατου (Ηρωϊκός 741). Όπως τονίζει: « ™kšleuse g¦r d¾ tÕ mante‹on QettaloÝjj Troan plšontaj qÚein Ósa œth tù 'Acillekaˆ sf£ttein t¦ mn æj qeù, t¦ d æjn morv tîn keimšnwn. katarc¦j mn d¾ toi£deggneto· naàjk Qettalaj mšlana ƒsta ºrmšnhj Troan œplei qewroÝj mn dˆj ˜pt¦ ¢p£gousa, taÚrouj d leukÒn te kaˆ mšlana ceiro»qeij ¥mfw kaˆ Ûlhnk Phlou, æj mhdn tÁj pÒlewj dšointo kaˆ pàrk
Qettal…aj Ãgon kaˆ spond¦j kaˆ Ûdwr toà Sperceioà ¢rus£menoi…»
[46] Ειδικά για τη δυναμική της Θέτιδας βλ. και Slatkin Laura M., The power of Thetis: allusion and interpretation in the Iliad, Berkeley/Los Angeles 1991
[47] Για τις ιδιότητες της Σκύλλας βλ. Cox George W, The Mythology of the Aryan Nations, v.  2, Hawaii  2004, 260-262
[48] Βλ. Robinson D.M., «The Bronze State Seal of Larissa Kremaste», American Journal of Archaeology, 38/1934, 219-222. Πρβλ. και τη δακτυλογραφημένη διδακτορική διατριβή του  Deka Mark Stanley, Images of Scylla and riding Nereids in tondo reliefs of the Hellenistic period, Ann Arbor MI 1992 (ειδικά βλ. Appendix 1. The state seal of Larissa Kremaste, σ. 226-231). Επίσης βλ. Treister Michail Yu, Hargrave James, Hammering techniques in Greek and Roman jewellery and toreutics, Leiden 2001, σ. 230
[49] Στράβων Γεωγραφικά 5,19,50. Το κείμενο έχει ως εξής: «kaˆ tîn Tr£llewn dišcousa kèmh tri£konta stad…ouj Øpr tÁj pÒlewj ™pˆ Kaästrou ped…on di¦ tÁj Meswg…doj „Òntwn kat¦
tÕ tÁj 'IsodrÒmhj MhtrÕj ƒerÒn, Ðmo…an t¾n qšsin kaˆ t¾n ¢ret¾n œcousa tÍ KremastÍ Lar…sV»
[50] Είναι γνωστές οι λιτανείες και οι τελετές μύησης προς τιμήν  της θεάς Ίσιδας που είχαν οργιαστικό χαρακτήρα. Για το θέμα βλ. Kelly Heyob Sharon, The cult of Isis among women in the Graeco-Roman world, Leiden 1975 και Witt Reginald Eldred, Isis in the ancient world, Baltimore Maryland 1971 (r. 1997).
Δρ Νικόλαος Αντ. Παύλου
 
 
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ :

Δημοσίευση σχολίου

 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΕΡΣΗ : ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΡΧΕΙΟ | ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΡΧΕΙΟ
Copyright © 2011. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΕΡΣΗ - All Rights Reserved
Template Created by DIGIT PRODUCTIONS Published by DIGIT
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ http://www.aepi.gr/